Anonymous

θυήεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως επίθ. του ουσ. [[βωμός]]) αυτός που αναδίδει ευχάριστη [[οσμή]] από καπνό θυμιάματος ή θυσίας ([[βωμός]] τε [[θυήεις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευώδης]] («θυήεντα [[σπάργανα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγλ</i>-<i>ήεις</i>, <i>πετρ</i>-<i>ήεις</i>)].
|mltxt=[[θυήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως επίθ. του ουσ. [[βωμός]]) αυτός που αναδίδει ευχάριστη [[οσμή]] από καπνό θυμιάματος ή θυσίας ([[βωμός]] τε [[θυήεις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευώδης]] («θυήεντα [[σπάργανα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> ([[πρβλ]]. <i>αιγλ</i>-<i>ήεις</i>, <i>πετρ</i>-<i>ήεις</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm