Anonymous

θωράκιο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[θωράκιον]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[θώρακας]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> χαμηλό μαρμάρινο [[χώρισμα]] [[μεταξύ]] του αγίου βήματος και του [[κυρίως]] ναού ή [[μεταξύ]] τών πλάγιων κλιτών και του μεσαίου κλίτους τών ναών [[κατά]] την πρωτοχριστιανική περίοδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προτείχισμα]] στο ύψος [[περίπου]] του στήθους το οποίο προφυλάσσει από πτώσεις, [[στηθαίο]], [[παραπέτο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σανίδωμα]] ή [[μετάλλινος]] [[προφυλακτήρας]] που στερεώνεται στον λαιμό της στήλης του ιστού, [[κόφα]]<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτοίχισμα]] [[πάνω]] από το [[κατάστρωμα]] πλοίου, [[παραπέτασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαλξη]] τείχους, αμυντικό [[προτείχισμα]]<br /><b>2.</b> [[προστέγασμα]] που χρησίμευε για την [[προφύλαξη]] αυτών που διεύθυναν την πολιορκητική [[μηχανή]] ή αυτών που επιχειρούσαν να κάψουν τις μηχανές τών εχθρών<br /><b>3.</b> [[πύργος]] στη [[ράχη]] τών ελεφάντων ή το ανώτατο [[μέρος]] του<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> αμυντική [[θέση]] στον ιστό απ' όπου ακόντιζαν οι ακονιστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηρ</i>-<i>ίον</i>, <i>παιδ</i>-<i>ίον</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και μτφ. για να δηλώσει [[κάθε]] είδους προστατευτικό [[προτείχισμα]] ή [[κιγκλίδωμα]]].
|mltxt=το (ΑΜ [[θωράκιον]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[θώρακας]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> χαμηλό μαρμάρινο [[χώρισμα]] [[μεταξύ]] του αγίου βήματος και του [[κυρίως]] ναού ή [[μεταξύ]] τών πλάγιων κλιτών και του μεσαίου κλίτους τών ναών [[κατά]] την πρωτοχριστιανική περίοδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προτείχισμα]] στο ύψος [[περίπου]] του στήθους το οποίο προφυλάσσει από πτώσεις, [[στηθαίο]], [[παραπέτο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σανίδωμα]] ή [[μετάλλινος]] [[προφυλακτήρας]] που στερεώνεται στον λαιμό της στήλης του ιστού, [[κόφα]]<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτοίχισμα]] [[πάνω]] από το [[κατάστρωμα]] πλοίου, [[παραπέτασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαλξη]] τείχους, αμυντικό [[προτείχισμα]]<br /><b>2.</b> [[προστέγασμα]] που χρησίμευε για την [[προφύλαξη]] αυτών που διεύθυναν την πολιορκητική [[μηχανή]] ή αυτών που επιχειρούσαν να κάψουν τις μηχανές τών εχθρών<br /><b>3.</b> [[πύργος]] στη [[ράχη]] τών ελεφάντων ή το ανώτατο [[μέρος]] του<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> αμυντική [[θέση]] στον ιστό απ' όπου ακόντιζαν οι ακονιστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θώραξ]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. <i>θηρ</i>-<i>ίον</i>, <i>παιδ</i>-<i>ίον</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και μτφ. για να δηλώσει [[κάθε]] είδους προστατευτικό [[προτείχισμα]] ή [[κιγκλίδωμα]]].
}}
}}