3,276,932
edits
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ον (ΑΜ [[ἱκετήριος]], -ία, ον, Α θηλ. και [[ικετηρίς]], ποιητ. τ. [[ικτήριος]], -ία, -ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη)<br />[[ικετευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἱκτήριοι</i><br />οι ικέτες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἱκετηρία</i><br />α) [[κλαδί]] [[ελιάς]] που κρατούσε ο [[ικέτης]] στα χέρια του και το κατέθετε στον βωμό ή στην [[εστία]] όπου κατέφευγε<br />β) [[ικεσία]], [[παράκληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκετηρίαν [[τίθημι]]» — [[ικετεύω]], [[προσέρχομαι]] ως [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τηριος</i> ( | |mltxt=-α, -ον (ΑΜ [[ἱκετήριος]], -ία, ον, Α θηλ. και [[ικετηρίς]], ποιητ. τ. [[ικτήριος]], -ία, -ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη)<br />[[ικετευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἱκτήριοι</i><br />οι ικέτες<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἱκετηρία</i><br />α) [[κλαδί]] [[ελιάς]] που κρατούσε ο [[ικέτης]] στα χέρια του και το κατέθετε στον βωμό ή στην [[εστία]] όπου κατέφευγε<br />β) [[ικεσία]], [[παράκληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἱκετηρίαν [[τίθημι]]» — [[ικετεύω]], [[προσέρχομαι]] ως [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τηριος</i> ([[πρβλ]]. <i>νικη</i>-<i>τήριος</i>, <i>ψυκ</i>-<i>τήριος</i>). Η λ. [[ἱκετήριος]] αντικατέστησε το επίθ. [[ἱκτήριος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἱκτήρ]])]. | ||
}} | }} |