3,271,364
edits
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο [[ιδιόρρυθμος]] (α. «[[ιδιότροπος]] [[άνθρωπος]]» β. «[[ἰδιότροπος]] [[φύσις]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ασυνήθιστος]] («ιδιότροπο [[χτένισμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δύστροπος]], [[κακότροπος]], [[στρυφνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτρόπως</i> και <i>ιδιότροπα</i><br />με ιδιόρρυθμο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο [[ιδιόρρυθμος]] (α. «[[ιδιότροπος]] [[άνθρωπος]]» β. «[[ἰδιότροπος]] [[φύσις]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ασυνήθιστος]] («ιδιότροπο [[χτένισμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δύστροπος]], [[κακότροπος]], [[στρυφνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτρόπως</i> και <i>ιδιότροπα</i><br />με ιδιόρρυθμο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), [[πρβλ]]. <i>επί</i>-<i>τροπος</i>, [[κακό]]-<i>τροπος</i>. Η λ. με σημ. «[[ιδιόρρυθμος]], [[ασυνήθιστος]]» κατέληξε στη Νέα Ελληνική να χρησιμοποιείται και ως κακόσημη, [[προφανώς]] [[διότι]] αυτός που διαφέρει από τους άλλους παρουσιάζει στοιχεία αντικοινωνικότητας και [[επομένως]] αρνητικά]. | ||
}} | }} |