3,277,226
edits
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ό και θηλ. ινδιάνα<br /><b>1.</b> (ως εθν. όν.) <i>Ινδιάνος</i>, -<i>α</i><br />[[ιθαγενής]] [[κάτοικος]] της Αμερικής, [[ερυθρόδερμος]]<br />β) <b>σπαν.</b> ο [[κάτοικος]] της Ινδίας, ο [[Ινδός]]<br /><b>2.</b> το [[πτηνό]] ινδόρνις, [[γαλοπούλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=ό και θηλ. ινδιάνα<br /><b>1.</b> (ως εθν. όν.) <i>Ινδιάνος</i>, -<i>α</i><br />[[ιθαγενής]] [[κάτοικος]] της Αμερικής, [[ερυθρόδερμος]]<br />β) <b>σπαν.</b> ο [[κάτοικος]] της Ινδίας, ο [[Ινδός]]<br /><b>2.</b> το [[πτηνό]] ινδόρνις, [[γαλοπούλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>Indian</i> <span style="color: red;"><</span> <i>India</i>. Η σημ. της λ. «[[Ινδός]]» και «[[ερυθρόδερμος]]» οφείλεται στην αντίστοιχη διττή σημ. του αγγλ. όρου <i>Indian</i> (από το [[σφάλμα]] του Κολόμβου, που ονόμασε <i>Indians</i> τους κατοίκους της Αμερικής, νομίζοντας ότι είχε φτάσει στην Ινδία). Στη Νέα Ελληνική η λ. <i>Ινδιάνος</i> χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν με σημ. «[[ερυθρόδερμος]]», ενώ για τη σημ. «[[κάτοικος]] της Ινδίας» χρησιμοποιείται η λ. [[Ινδός]]]. | ||
}} | }} |