Anonymous

ιμάντας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱμάς]])<br /><b>1.</b> [[δερμάτινη]] [[λωρίδα]] για διάφορες χρήσεις, [[λουρί]]<br /><b>2.</b> [[λουρί]] [[υποδημάτων]], [[κορδόνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αρχιτ.</b> [[κάθε]] [[χαραγή]] του εχίνου του δωρικού κιονοκράνου<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b><br />όργανο μετάδοσης της κίνησης από μία [[τροχαλία]] σε [[άλλη]] ή από έναν άξονα σε [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κεστός]] της Αφροδίτης<br /><b>2.</b> το [[λουρί]] με το οποίο δενόταν η [[περικεφαλαία]] [[κάτω]] από το [[σαγόνι]]<br /><b>3.</b> το [[λουρί]] της πόρτας με το οποίο ο [[μοχλός]] συρόταν στη [[θέση]] του και δενόταν στην [[κορώνη]]<br /><b>4.</b> [[σχοινί]] ιστίου<br /><b>5.</b> το [[σχοινί]] με το οποίο τραβούσαν τον κουβά από το [[πηγάδι]]<br /><b>6.</b> [[λουρί]] σκύλου<br /><b>7.</b> [[μαστίγιο]]<br /><b>8.</b> νοσηρή [[κατάσταση]] του σταφυλίτη<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ ἱμάντες</i><br />α) τα λουριά της άμαξας<br />β) [[ηνία]], χαλινάρια<br />γ) τα λουριά με τα οποία ήταν δεμένος ο [[δίφρος]]<br />δ) [[μαστίγιο]] που αποτελούνταν από [[πολλά]] λουριά<br />ε) τα λουριά με τα οποία τύλιγαν τα χέρια τους οι πυγμάχοι<br />στ) <b>αρχιτ.</b> [[σειρά]] λίθων που χρησίμευαν στη [[σύνδεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε ουσ. <i>ἱμᾶ</i> «[[σχοινί]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ī</i><i>m</i><i>ā</i> «όριο»), παρεκταθέν [[υστερογενώς]] σε -<i>ντ</i>-([[ἱμάς]], -<i>άντος</i>). Παράλληλα με τον τ. [[ἱμάς]] μαρτυρείται μια [[ομάδα]] λ. συγγενών του: [[ἱμαῖος]], [[ἱμανήθρη]], [[ἱμάω]], -<i>ῶ</i>, [[ἱμονιά]]. Η λ. [[ἱμάς]] δηλώνει γενικά την [[έννοια]] «[[λουρί]]», ενώ οι προαναφερθείσες συγγενείς λ. δηλώνουν ειδικότερα το [[μέσο]] που χρησιμεύει για [[έλξη]], για [[τράβηγμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιμαντάριον]], [[ιμαντία]], [[ιμαντίδιον]], [[ιμάντινος]], [[ιμάντιον]], [[ιμαντίσκος]], [[ιμαντισμός]], [[ιμαντρίς]], [[ιμαντώδης]], [[ιμάσκω]], [[ιμάσσω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιμαντώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιμαντόπους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιμαντελικτής]], [[ιμαντόδεσμος]], [[ιμαντόδετος]], [[ιμαντοπάροχος]], [[ιμαντοπέδη]]<br />(αρχ. -μσν.) [[ιμαντελιγμός]], [[ιμαντοτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιμαντομάχος]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱμάς]])<br /><b>1.</b> [[δερμάτινη]] [[λωρίδα]] για διάφορες χρήσεις, [[λουρί]]<br /><b>2.</b> [[λουρί]] [[υποδημάτων]], [[κορδόνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αρχιτ.</b> [[κάθε]] [[χαραγή]] του εχίνου του δωρικού κιονοκράνου<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b><br />όργανο μετάδοσης της κίνησης από μία [[τροχαλία]] σε [[άλλη]] ή από έναν άξονα σε [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κεστός]] της Αφροδίτης<br /><b>2.</b> το [[λουρί]] με το οποίο δενόταν η [[περικεφαλαία]] [[κάτω]] από το [[σαγόνι]]<br /><b>3.</b> το [[λουρί]] της πόρτας με το οποίο ο [[μοχλός]] συρόταν στη [[θέση]] του και δενόταν στην [[κορώνη]]<br /><b>4.</b> [[σχοινί]] ιστίου<br /><b>5.</b> το [[σχοινί]] με το οποίο τραβούσαν τον κουβά από το [[πηγάδι]]<br /><b>6.</b> [[λουρί]] σκύλου<br /><b>7.</b> [[μαστίγιο]]<br /><b>8.</b> νοσηρή [[κατάσταση]] του σταφυλίτη<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ ἱμάντες</i><br />α) τα λουριά της άμαξας<br />β) [[ηνία]], χαλινάρια<br />γ) τα λουριά με τα οποία ήταν δεμένος ο [[δίφρος]]<br />δ) [[μαστίγιο]] που αποτελούνταν από [[πολλά]] λουριά<br />ε) τα λουριά με τα οποία τύλιγαν τα χέρια τους οι πυγμάχοι<br />στ) <b>αρχιτ.</b> [[σειρά]] λίθων που χρησίμευαν στη [[σύνδεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε ουσ. <i>ἱμᾶ</i> «[[σχοινί]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ī</i><i>m</i><i>ā</i> «όριο»), παρεκταθέν [[υστερογενώς]] σε -<i>ντ</i>-([[ἱμάς]], -<i>άντος</i>). Παράλληλα με τον τ. [[ἱμάς]] μαρτυρείται μια [[ομάδα]] λ. συγγενών του: [[ἱμαῖος]], [[ἱμανήθρη]], [[ἱμάω]], -<i>ῶ</i>, [[ἱμονιά]]. Η λ. [[ἱμάς]] δηλώνει γενικά την [[έννοια]] «[[λουρί]]», ενώ οι προαναφερθείσες συγγενείς λ. δηλώνουν ειδικότερα το [[μέσο]] που χρησιμεύει για [[έλξη]], για [[τράβηγμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιμαντάριον]], [[ιμαντία]], [[ιμαντίδιον]], [[ιμάντινος]], [[ιμάντιον]], [[ιμαντίσκος]], [[ιμαντισμός]], [[ιμαντρίς]], [[ιμαντώδης]], [[ιμάσκω]], [[ιμάσσω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιμαντώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιμαντόπους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιμαντελικτής]], [[ιμαντόδεσμος]], [[ιμαντόδετος]], [[ιμαντοπάροχος]], [[ιμαντοπέδη]]<br />(αρχ. -μσν.) [[ιμαντελιγμός]], [[ιμαντοτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιμαντομάχος]]].
}}
}}