Anonymous

καβάλλης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "of or [[for a " to "of or for a [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καβάλλης]], ὁ (Α)<br />[[άλογο]] που χρησιμοποιείται για μεταφορές και άλλες εργασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δημώδη δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Προέρχεται πιθ. από μια ασιατική ή μικρασιατική λ. που διατηρήθηκε και σε άλλες γλώσσες ως [[δάνειο]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>caballus</i>, αρχ. σλαβ. <i>kobyla</i>, τουρκ. <i>kaval</i>, αρχ. περσ. <i>kaval</i>). Κατ' άλλους, ο τ. [[καβάλλης]] προέρχεται από το λατ. <i>caballus</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[άλογο]])].
|mltxt=[[καβάλλης]], ὁ (Α)<br />[[άλογο]] που χρησιμοποιείται για μεταφορές και άλλες εργασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δημώδη δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Προέρχεται πιθ. από μια ασιατική ή μικρασιατική λ. που διατηρήθηκε και σε άλλες γλώσσες ως [[δάνειο]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>caballus</i>, αρχ. σλαβ. <i>kobyla</i>, τουρκ. <i>kaval</i>, αρχ. περσ. <i>kaval</i>). Κατ' άλλους, ο τ. [[καβάλλης]] προέρχεται από το λατ. <i>caballus</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[άλογο]])].
}}
}}
{{elru
{{elru