3,277,114
edits
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἰδιωτισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ιδιάζουσα [[φράση]] με ξεχωριστή [[σημασία]] (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] του ιδιώτη<br /><b>2.</b> κοινό λαϊκό [[ιδίωμα]]<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> [[επιχείρημα]] που βγαίνει από την [[κοινή]] [[λογική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες ( | |mltxt=ο (Α [[ἰδιωτισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ιδιάζουσα [[φράση]] με ξεχωριστή [[σημασία]] (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] του ιδιώτη<br /><b>2.</b> κοινό λαϊκό [[ιδίωμα]]<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> [[επιχείρημα]] που βγαίνει από την [[κοινή]] [[λογική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>idiotism</i>, γαλλ. <i>idiotisme</i>) τόσο με τη σημ. «ιδιάζουσα [[φράση]], της οποίας η σημ. δεν αντιστοιχεί στις σημασίες τών συστατικών της» όσο και με τη σημ. «[[διαλεκτικός]] τ. ή [[φράση]], [[ιδιωματισμός]]»]. | ||
}} | }} |