Anonymous

κακκάβη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κακκάβη]], ἡ (Α)<br />[[κακκάβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. <i>kukkubu</i>), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη [[σειρά]] της η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>cacabus</i> «[[χύτρα]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>κακκάδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>κακκαδοπυρφόρος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[κακκάβη]], ἡ (Α)<br />η [[πέρδικα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιία από την [[κραυγή]] του πουλιού. Η κατάλ. επηρεασμένη πιθ. από τα [[κόναβος]], [[θόρυβος]]. Αξιοσημείωτη [[ωστόσο]] η [[ομοιότητα]] του ακκαδ. <i>kakkabanu</i> «[[πέρδικα]]». Το λατ. [[ρήμα]] <i>cacabare</i> «[[κακκαβίζω]]» [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κακκαβίζω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κακκάβη]], ἡ (Α)<br />[[κακκάβι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. <i>kukkubu</i>), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη [[σειρά]] της η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>cacabus</i> «[[χύτρα]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>κακκάδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>κακκαδοπυρφόρος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[κακκάβη]], ἡ (Α)<br />η [[πέρδικα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιία από την [[κραυγή]] του πουλιού. Η κατάλ. επηρεασμένη πιθ. από τα [[κόναβος]], [[θόρυβος]]. Αξιοσημείωτη [[ωστόσο]] η [[ομοιότητα]] του ακκαδ. <i>kakkabanu</i> «[[πέρδικα]]». Το λατ. [[ρήμα]] <i>cacabare</i> «[[κακκαβίζω]]» [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κακκαβίζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru