3,274,216
edits
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> καισάρειος.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «καισαρική [[τομή]]» — η [[διάνοιξη]] του πρόσθιου τοιχώματος της μήτρας διά μέσου τών κοιλιακών τοιχωμάτων και του περιτοναίου της εγκύου και η [[εξαγωγή]] του εμβρύου, όταν [[είναι]] αδύνατη ή [[δυσχερής]] η [[εξαγωγή]] από τη φυσιολογική οδό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καισαρικῶς</i> (Μ)<br />με [[διαταγή]] του [[καίσαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καῖσαρ</i>. Ως [[ιατρικός]] όρος [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> καισάρειος.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «καισαρική [[τομή]]» — η [[διάνοιξη]] του πρόσθιου τοιχώματος της μήτρας διά μέσου τών κοιλιακών τοιχωμάτων και του περιτοναίου της εγκύου και η [[εξαγωγή]] του εμβρύου, όταν [[είναι]] αδύνατη ή [[δυσχερής]] η [[εξαγωγή]] από τη φυσιολογική οδό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καισαρικῶς</i> (Μ)<br />με [[διαταγή]] του [[καίσαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καῖσαρ</i>. Ως [[ιατρικός]] όρος [[είναι]] [[μεταφορά]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cesarienne</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caesus</i> «[[τομή]]» <span style="color: red;"><</span> <i>caedere</i> «[[τέμνω]], [[κόβω]]», ενώ έχει συνδεθεί και με το λατ. <i>Caesar</i>, το οποίο, [[κατά]] μία [[εκδοχή]], προήλθε [[επίσης]] από <i>caesus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>caedere</i>, [[επειδή]] ο [[Ιούλιος]] Καίσαρ δεν γεννήθηκε με φυσιολογικό τοκετό [[αλλά]] με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]]. | ||
}} | }} |