Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακόστομος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόστομος]], -ον)<br />[[κακολόγος]], [[αισχρολόγος]], [[κακόγλωσσος]], [[υβριστής]] («κακόστομοι λέσχαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[κακοσμία]] του στόματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ευγλωττία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, [[κακόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελευθερό</i>-<i>στομος</i>, <i>ισχυρό</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόστομος]], -ον)<br />[[κακολόγος]], [[αισχρολόγος]], [[κακόγλωσσος]], [[υβριστής]] («κακόστομοι λέσχαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[κακοσμία]] του στόματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ευγλωττία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, [[κακόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>ελευθερό</i>-<i>στομος</i>, <i>ισχυρό</i>-<i>στομος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm