Anonymous

καλλίκομος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίκομος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[κόμη]], ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει [[ωραίο]] και πυκνό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρό</i>-<i>κομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίκομος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία [[κόμη]], ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει [[ωραίο]] και πυκνό [[φύλλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), [[πρβλ]]. <i>αβρό</i>-<i>κομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm