Anonymous

κεράτιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κεράτιον]])<br /><b>1.</b> (υποκορ. του [[κέρας]]) μικρό [[κέρατο]], [[κερατάκι]] («[[γενέσθαι]] φυσικῶς καθ' ἑκάτερον [[μέρος]] τών κροτάφων κεράτια», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του δέντρου [[κερωνία]], δηλ. το [[ξυλοκέρατο]], το [[χαρούπι]] («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῑροι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[ονομασία]] που δόθηκε [[κατά]] καιρούς σε διάφορα μουσικά όργανα<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] θαλάσσιων δινομαστιγωτών πρωτόζωων, [[κατά]] τους ζωολόγους, ή πυρρόφυτων φυκών, [[κατά]] τους βοτανικούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ μικρή [[μονάδα]] βάρους, το σημερ. [[καράτι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] νομίσματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κεραία]] του καράβου ή τών [[μαλακίων]] οστρακοδέρμων<br /><b>2.</b> [[είδος]] μουσικού οργάνου («[[ἐξαίφνης]] ἐπὶ κῶμον παρεγένετο μετὰ κερατίου καὶ συμφωνίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[κερατωνία]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεράτια</i><br />τα κυρτωμένα [[άκρα]] της μήτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομμάτ</i>-<i>ιον</i>, <i>στόμ</i>-<i>ιον</i>)].
|mltxt=το (ΑΜ [[κεράτιον]])<br /><b>1.</b> (υποκορ. του [[κέρας]]) μικρό [[κέρατο]], [[κερατάκι]] («[[γενέσθαι]] φυσικῶς καθ' ἑκάτερον [[μέρος]] τών κροτάφων κεράτια», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του δέντρου [[κερωνία]], δηλ. το [[ξυλοκέρατο]], το [[χαρούπι]] («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῑροι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> [[ονομασία]] που δόθηκε [[κατά]] καιρούς σε διάφορα μουσικά όργανα<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] θαλάσσιων δινομαστιγωτών πρωτόζωων, [[κατά]] τους ζωολόγους, ή πυρρόφυτων φυκών, [[κατά]] τους βοτανικούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ μικρή [[μονάδα]] βάρους, το σημερ. [[καράτι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] νομίσματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κεραία]] του καράβου ή τών [[μαλακίων]] οστρακοδέρμων<br /><b>2.</b> [[είδος]] μουσικού οργάνου («[[ἐξαίφνης]] ἐπὶ κῶμον παρεγένετο μετὰ κερατίου καὶ συμφωνίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[κερατωνία]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεράτια</i><br />τα κυρτωμένα [[άκρα]] της μήτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. <i>ομμάτ</i>-<i>ιον</i>, <i>στόμ</i>-<i>ιον</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm