Anonymous

κλήση: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κλῆσις]])<br /><b>1.</b> το να φωνάζει [[ένας]] κάποιον ή κάποιους ονομαστικά, η προφορική [[πρόσκληση]], το [[φώναγμα]] κάποιου («κατιδών με [[πόρρωθεν]] ἐκάλεσε και παίζων ἅμα τῇ κλήσει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κάλεσμα]], η [[πρόσκληση]] σε [[δείπνο]], σε [[συγκέντρωση]] κ.λπ. («ἐπαινοῦντες τὴν κλῆσιν οὐχ ὑπισχνοῦντο συνδειπνήσειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> η [[πράξη]] με την οποία [[μάρτυρας]] ή [[κατηγορούμενος]] ή, γενικά, [[διάδικος]] καλείται να προσέλθει ορισμένη [[μέρα]] και ώρα ενώπιον του δικαστηρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[έγγραφο]] με το οποίο καλείται [[κάποιος]] στο δικαστήριο, στην [[αστυνομία]], στην [[εφορία]] ή σε [[άλλη]] [[αρχή]] (α. «πήρε [[κλήση]] από τον τροχονόμο για παράνομη [[στάθμευση]]» β. «μού ήλθε [[κλήση]] για να απολογηθώ»)<br /><b>2.</b> ακουστή ή ορατή [[σηματοδότηση]] που προσκαλεί έναν συνδρομητή τηλεφώνου ή τον χειριστή μιας τηλεπικοινωνιακής συσκευής να μπει στο [[κύκλωμα]] τηλεπικοινωνίας που τον καλεί<br /><b>3.</b> ο [[χειρισμός]] που πραγματοποιείται στην αυτόματη [[τηλεφωνία]] από κάποιον που καλεί για να έλθει σε [[επικοινωνία]] με το [[κύκλωμα]] που επιλέγει, [[καθώς]] και το [[σύνολο]] τών χειρισμών για την [[πραγματοποίηση]] αυτής της [[επαφής]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ονομαστική [[κλήση]]» — η [[εκφώνηση]] ονομάτων από κατάλογο<br />β) «[[διάταξη]] κλήσεων» — όργανο που επιτρέπει την [[πραγματοποίηση]] μιας τηλεφωνικής κλήσεως [[είτε]] από την τηλεφωνική [[συσκευή]] του συνδρομητή [[είτε]] από τη [[θέση]] του τηλεφωνικού μεταλλάκτη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κληρονομία]] («τὴν ἐξ ἀδιαθέτου κλῆσιν», Αθαν. Σχολ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς κλῆσιν» — στο όνομα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χαρακτηρισμός]] κάποιου με ένα όνομα, [[επωνυμία]], [[ονομασία]] («οἱ γενεθλιολόγοι φέροντες κλῆσιν μάγων», Βί. Αλεξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίκληση]], [[πρόσκληση]], [[προς]] θεούς ή ανθρώπους για [[βοήθεια]] ή μαγική [[επίκληση]]<br /><b>2.</b> ο [[καθορισμός]] κάποιου από τον θεό για κάποιο [[έργο]], ο [[προορισμός]], η [[αποστολή]] («[[ἕκαστος]] ἐν τῇ κλήσει, ἧ ἐκλήθη, ἐν [[ταύτῃ]] μενέτω», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η ονομαστική [[πτώση]], η [[κατάληξη]] της ονομαστικής, ειδικώς σχετικά με όντα φύσει ουδέτερα («ἐχόντων θηλείας ἤ ἄρρενος κλῆσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ομάδα]] προσώπων με [[κοινή]] [[υποχρέωση]] για ορισμένη [[εισφορά]] ή [[υπηρεσία]] («ἐγένοντο δὲ συμμορίαι μὲν ἔξ, ἅς καλοῦσι Ρωμαῖοι κλάσεις κατὰ τὰς Ἑλληνικὰς κλήσεις παρονομάσαντες», Δίον. Αλ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «μιᾷ κλήσει» — με ένα περιληπτικό όνομα, με μια [[ονομασία]] («σύμπασι δὲ τοῖς ἄλλοις γένεσιν... βάρβαροι μιᾷ κλήσει προσειπόντες», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐκλή</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του <i>καλῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>].
|mltxt=η (AM [[κλῆσις]])<br /><b>1.</b> το να φωνάζει [[ένας]] κάποιον ή κάποιους ονομαστικά, η προφορική [[πρόσκληση]], το [[φώναγμα]] κάποιου («κατιδών με [[πόρρωθεν]] ἐκάλεσε και παίζων ἅμα τῇ κλήσει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κάλεσμα]], η [[πρόσκληση]] σε [[δείπνο]], σε [[συγκέντρωση]] κ.λπ. («ἐπαινοῦντες τὴν κλῆσιν οὐχ ὑπισχνοῦντο συνδειπνήσειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> η [[πράξη]] με την οποία [[μάρτυρας]] ή [[κατηγορούμενος]] ή, γενικά, [[διάδικος]] καλείται να προσέλθει ορισμένη [[μέρα]] και ώρα ενώπιον του δικαστηρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[έγγραφο]] με το οποίο καλείται [[κάποιος]] στο δικαστήριο, στην [[αστυνομία]], στην [[εφορία]] ή σε [[άλλη]] [[αρχή]] (α. «πήρε [[κλήση]] από τον τροχονόμο για παράνομη [[στάθμευση]]» β. «μού ήλθε [[κλήση]] για να απολογηθώ»)<br /><b>2.</b> ακουστή ή ορατή [[σηματοδότηση]] που προσκαλεί έναν συνδρομητή τηλεφώνου ή τον χειριστή μιας τηλεπικοινωνιακής συσκευής να μπει στο [[κύκλωμα]] τηλεπικοινωνίας που τον καλεί<br /><b>3.</b> ο [[χειρισμός]] που πραγματοποιείται στην αυτόματη [[τηλεφωνία]] από κάποιον που καλεί για να έλθει σε [[επικοινωνία]] με το [[κύκλωμα]] που επιλέγει, [[καθώς]] και το [[σύνολο]] τών χειρισμών για την [[πραγματοποίηση]] αυτής της [[επαφής]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ονομαστική [[κλήση]]» — η [[εκφώνηση]] ονομάτων από κατάλογο<br />β) «[[διάταξη]] κλήσεων» — όργανο που επιτρέπει την [[πραγματοποίηση]] μιας τηλεφωνικής κλήσεως [[είτε]] από την τηλεφωνική [[συσκευή]] του συνδρομητή [[είτε]] από τη [[θέση]] του τηλεφωνικού μεταλλάκτη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κληρονομία]] («τὴν ἐξ ἀδιαθέτου κλῆσιν», Αθαν. Σχολ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς κλῆσιν» — στο όνομα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χαρακτηρισμός]] κάποιου με ένα όνομα, [[επωνυμία]], [[ονομασία]] («οἱ γενεθλιολόγοι φέροντες κλῆσιν μάγων», Βί. Αλεξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίκληση]], [[πρόσκληση]], [[προς]] θεούς ή ανθρώπους για [[βοήθεια]] ή μαγική [[επίκληση]]<br /><b>2.</b> ο [[καθορισμός]] κάποιου από τον θεό για κάποιο [[έργο]], ο [[προορισμός]], η [[αποστολή]] («[[ἕκαστος]] ἐν τῇ κλήσει, ἧ ἐκλήθη, ἐν [[ταύτῃ]] μενέτω», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η ονομαστική [[πτώση]], η [[κατάληξη]] της ονομαστικής, ειδικώς σχετικά με όντα φύσει ουδέτερα («ἐχόντων θηλείας ἤ ἄρρενος κλῆσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ομάδα]] προσώπων με [[κοινή]] [[υποχρέωση]] για ορισμένη [[εισφορά]] ή [[υπηρεσία]] («ἐγένοντο δὲ συμμορίαι μὲν ἔξ, ἅς καλοῦσι Ρωμαῖοι κλάσεις κατὰ τὰς Ἑλληνικὰς κλήσεις παρονομάσαντες», Δίον. Αλ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «μιᾷ κλήσει» — με ένα περιληπτικό όνομα, με μια [[ονομασία]] («σύμπασι δὲ τοῖς ἄλλοις γένεσιν... βάρβαροι μιᾷ κλήσει προσειπόντες», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλη</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐκλή</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του <i>καλῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>].
}}
}}