Anonymous

κληδών: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κληδών]], -όνος, επικ. τ. [[κλεηδών]] και [[κληηδών]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[φήμη]] ή [[φωνή]] που περιέχει [[μήνυμα]], [[πρόρρηση]], προφητική [[ρήση]] («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδηση]], [[πληροφορία]], νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διάδοση]], [[φήμη]] (α. «ὅτι παρὰ τοῖς παιδαρίοις τοῖς μικροτάτοις καὶ τοῖς γυναίοις κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν», Ανδοκ.<br />β. «τί [[δῆτα]] δόξης ἢ τί κληδόνος καλῆς [[μάτην]] ῥεούσης [[ὠφέλημα]] γίγνεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> ένδοξη [[φήμη]], [[δόξα]], [[κλέος]] («[[κληδών]] ἀϋτεῖ» — κραυγάζει η [[δόξα]] μου, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επίκληση]] («λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῷους παρ' ουδέν αἰῶνα [[παρθένιον]] ἔθεντο», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κραυγή]]<br /><b>7.</b> [[ονομασία]], [[επωνυμία]] («[[γένος]] μὲν [[οἶδα]] κληδόνας τ' ἐπωνύμους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Κληδών</i><br />[[προσωποποίηση]] της φήμης ως θεάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχικός τ. [[είναι]] το <i>κλε</i>-<i>ηδόν</i>, που ανήκει στη λεξιλογική [[ομάδα]] της λ. [[κλέος]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ηδών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλγ</i>-<i>ηδών</i>)<br />το -<i>η</i>- του τ. [[κληηδών]] οφείλεται σε μετρικούς λόγους, ενώ το [[κληδών]] προήλθε με [[συναίρεση]] τών -<i>ε</i>- και -<i>η</i>- και πιθ. υπό την [[επίδραση]] του [[κλῄζω]]. Η σημ. της λ. «[[επίκληση]]» οφείλεται σε [[επίδραση]] του <i>καλῶ</i>].
|mltxt=[[κληδών]], -όνος, επικ. τ. [[κλεηδών]] και [[κληηδών]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[φήμη]] ή [[φωνή]] που περιέχει [[μήνυμα]], [[πρόρρηση]], προφητική [[ρήση]] («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδηση]], [[πληροφορία]], νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διάδοση]], [[φήμη]] (α. «ὅτι παρὰ τοῖς παιδαρίοις τοῖς μικροτάτοις καὶ τοῖς γυναίοις κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν», Ανδοκ.<br />β. «τί [[δῆτα]] δόξης ἢ τί κληδόνος καλῆς [[μάτην]] ῥεούσης [[ὠφέλημα]] γίγνεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> ένδοξη [[φήμη]], [[δόξα]], [[κλέος]] («[[κληδών]] ἀϋτεῖ» — κραυγάζει η [[δόξα]] μου, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επίκληση]] («λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῷους παρ' ουδέν αἰῶνα [[παρθένιον]] ἔθεντο», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κραυγή]]<br /><b>7.</b> [[ονομασία]], [[επωνυμία]] («[[γένος]] μὲν [[οἶδα]] κληδόνας τ' ἐπωνύμους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Κληδών</i><br />[[προσωποποίηση]] της φήμης ως θεάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχικός τ. [[είναι]] το <i>κλε</i>-<i>ηδόν</i>, που ανήκει στη λεξιλογική [[ομάδα]] της λ. [[κλέος]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ηδών</i> ([[πρβλ]]. <i>αλγ</i>-<i>ηδών</i>)<br />το -<i>η</i>- του τ. [[κληηδών]] οφείλεται σε μετρικούς λόγους, ενώ το [[κληδών]] προήλθε με [[συναίρεση]] τών -<i>ε</i>- και -<i>η</i>- και πιθ. υπό την [[επίδραση]] του [[κλῄζω]]. Η σημ. της λ. «[[επίκληση]]» οφείλεται σε [[επίδραση]] του <i>καλῶ</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm