3,277,055
edits
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κλῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[θραύω]], [[σπάζω]] («ἐκλάσθη δὲ [[δόναξ]], ἐβάρυνε δὲ μηρόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κλαδεύω]] [[αμπέλι]]<br /><b>3.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[τεμαχίζω]] («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[σχηματίζω]] τεθλασμένη [[γραμμή]], διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη [[γραμμή]]» <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τά κλώμενα τῶν ρευμάτων» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εξασθενίζω]] ή [[αποδυναμώνω]] [[κάτι]] («[[φωνή]] κεκλασμένη, σαφὴς δέ», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> (το παθ.) <i>κλώμαι</i><br />συγκινούμαι<br /><b>7.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κεκλασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br /><b>μουσ.</b> α) υπερβολικά φορτωμένος με τσακίσματα και στολίδια<br />β) [[επιτηδευμένος]]<br />γ) <b>φρ.</b> «κεκλασμένον [[μέλος]]» — [[μελωδία]] που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές μετατροπίες και στολίδια και για την οποία οι αρχαίοι πίστευαν ότι αποχαυνώνει και εκθηλύνει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>klă</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>(<i>ә</i>)- «[[σπάζω]], [[χτυπώ]]». Συνδέεται με το λιθουαν. <i>kalu</i>, <i>kalti</i> «[[σφυρηλατώ]]», το λατ. <i>per</i>-<i>cello</i> «[[κτυπώ]], [[θρυμματίζω]]», το αρχ. σλαβ. <i>koljo</i> «[[χωρίζω]]» κ.ά. Το θ. <i>κλασ</i>- που εμφανίζεται στα παρ. [[κλάσις]], [[κλάσμα]], [[κλασμός]], [[κλάστης]], [[κλαστός]] κ.λπ. μπορεί να προέρχεται από τον ένσιγμο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>κλα</i>-<i>σ</i>-<i>α</i>, δεν αποκλείεται όμως να αποτελεί παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας, που δεν εμφανίζεται σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Ένδειξη για παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>κλαδ</i>- ( | |mltxt=κλῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[θραύω]], [[σπάζω]] («ἐκλάσθη δὲ [[δόναξ]], ἐβάρυνε δὲ μηρόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κλαδεύω]] [[αμπέλι]]<br /><b>3.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[τεμαχίζω]] («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[σχηματίζω]] τεθλασμένη [[γραμμή]], διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη [[γραμμή]]» <b>Αριστοτ.</b><br />β. «τά κλώμενα τῶν ρευμάτων» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εξασθενίζω]] ή [[αποδυναμώνω]] [[κάτι]] («[[φωνή]] κεκλασμένη, σαφὴς δέ», Ιπποκρ.)<br /><b>6.</b> (το παθ.) <i>κλώμαι</i><br />συγκινούμαι<br /><b>7.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κεκλασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br /><b>μουσ.</b> α) υπερβολικά φορτωμένος με τσακίσματα και στολίδια<br />β) [[επιτηδευμένος]]<br />γ) <b>φρ.</b> «κεκλασμένον [[μέλος]]» — [[μελωδία]] που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές μετατροπίες και στολίδια και για την οποία οι αρχαίοι πίστευαν ότι αποχαυνώνει και εκθηλύνει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>klă</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>(<i>ә</i>)- «[[σπάζω]], [[χτυπώ]]». Συνδέεται με το λιθουαν. <i>kalu</i>, <i>kalti</i> «[[σφυρηλατώ]]», το λατ. <i>per</i>-<i>cello</i> «[[κτυπώ]], [[θρυμματίζω]]», το αρχ. σλαβ. <i>koljo</i> «[[χωρίζω]]» κ.ά. Το θ. <i>κλασ</i>- που εμφανίζεται στα παρ. [[κλάσις]], [[κλάσμα]], [[κλασμός]], [[κλάστης]], [[κλαστός]] κ.λπ. μπορεί να προέρχεται από τον ένσιγμο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>κλα</i>-<i>σ</i>-<i>α</i>, δεν αποκλείεται όμως να αποτελεί παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας, που δεν εμφανίζεται σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Ένδειξη για παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>κλαδ</i>- ([[πρβλ]]. [[κλάδος]]) αποτελεί ο μεμονωμένος [[αθέματος]] [[μετοχικός]] τ. <i>απο</i>-<i>κλάς</i>, αν δεν αποτελεί [[προϊόν]] αναλογίας [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>φθάσαι</i>: <i>φθας</i>. Χωρίς -<i>σ</i>-, το παρ. [[κλων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κλαών</i>), ενώ μακρό -<i>α</i>- εμφανίζει το [[κλήμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κλάσις]], [[κλάσμα]], [[κλάστης]], [[κλαστός]], [[κλήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλασμός]], [[κλαστήριον]], [[κλών]] <b>νεοελλ.</b> [[κλαστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κλασαυχενεύομαι]], [[κλασαυχενίζομαι]], [[κλασαυχενισμός]], [[κλασιβώλαξ]]. (Β' συνθετικό) [[ανακλώ]], [[αντανακλώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφικλώ</i>, <i>αντικλώ</i>, <i>αποκλώ</i>, [[διακλώ]], <i>εγκλώ</i>, [[εισκλώ]], <i>εκκλώ</i>, [[εναποκλώ]], <i>επεγκλώ</i>, [[επικατακλώ]], [[επικλώ]], [[κατακλώ]], [[μετακλώ]], <i>ομοκλώ</i>, [[περικατακλώ]], [[περικλώ]], [[προκατακλώ]], [[περικλώ]], [[προκατακλώ]], <i>προκλώ</i>, [[προσανακλώ]], [[συγκλώ]], [[συνεπικλώ]], [[υπανακλώ]], [[υποκατακλώ]], [[υποκλώ]], <i>υποπερικλώ</i>]. | ||
}} | }} |