3,274,408
edits
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κηρύλος]] και [[κειρύλος]])<br />μυθικό θαλάσσιο [[πτηνό]] του είδους της αλκυόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κηρ</i>-<i>ύλος</i> [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ύλος</i> θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. [[είναι]] [[είτε]] το <i>κηα</i>- ( | |mltxt=ο (Α [[κηρύλος]] και [[κειρύλος]])<br />μυθικό θαλάσσιο [[πτηνό]] του είδους της αλκυόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κηρ</i>-<i>ύλος</i> [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ύλος</i> θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. [[είναι]] [[είτε]] το <i>κηα</i>- ([[πρβλ]].) αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ā</i><i>ra</i>- «[[στικτός]]» και <i>săr</i><i>ī</i>- ([[ονομασία]] πτηνού), [[οπότε]] η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ke</i>-<i>ro</i>-, πιθ. δηλωτική χρώματος, [[είτε]] <i>κηλ</i>- ([[κηρύλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κηλ</i>-<i>ύλος</i> με [[ανομοίωση]]), [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το [[κελαινός]] «[[μαύρος]], [[σκοτεινός]]» ή, κατ' επικρατέστερη [[άποψη]], με το [[κήλων]] «[[επιβήτορας]]» ([[πρβλ]]. τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κηρύλος]]<br />[[ἄρσην]] [[ὄρνις]] [[συνουσιαστικός]]). Τέλος, η γρφ. [[κειρύλος]] οφείλεται σε [[λογοπαίγνιο]] του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. [[κείρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |