3,256,975
edits
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>(φαρμ.)</b> [[λευκό]] κρυσταλλικό αλκαλοειδές, το γνωστό ναρκωτικό, που εξάγεται από τα φύλλα του θάμνου [[κόκα]] και χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό —βλεννογόνων τών ματιών, της [[μύτης]] και του φάρυγγα— και ως υπεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος, πολύ επικίνδυνο λόγω της ισχυρής ψυχικής εξάρτησης που προκαλεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, | |mltxt=η<br /><b>(φαρμ.)</b> [[λευκό]] κρυσταλλικό αλκαλοειδές, το γνωστό ναρκωτικό, που εξάγεται από τα φύλλα του θάμνου [[κόκα]] και χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό —βλεννογόνων τών ματιών, της [[μύτης]] και του φάρυγγα— και ως υπεγερτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος, πολύ επικίνδυνο λόγω της ισχυρής ψυχικής εξάρτησης που προκαλεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cocaine</i> <span style="color: red;"><</span> <i>coca</i> (ισπ. <i>coca</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ine</i>. H λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Θεόδωρο Αφεντούλη]. | ||
}} | }} |