3,273,047
edits
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κολοφών]], -ῶνος)<br /><b>1.</b> το ύψιστο [[σημείο]] στο οποίο φτάνει [[κάποιος]] ή [[κάτι]], το [[αποκορύφωμα]] (α. «[[είναι]] 30 χρόνων κι έχει φτάσει ήδη στον κολοφώνα της δόξας του» β. «ὁ κολοφὼν τῆς ἀδικίας», Λιθάν.)<br /><b>2.</b> [[υπόμνημα]] που παρατίθεται στο [[τέλος]] βιβλίου ή χειρογράφου και περιλαμβάνει [[συνήθως]] τα σχετικά με την [[παραγωγή]] του<br /><b>3.</b> η υψηλότερη οριζόντια [[δοκός]] της στέγης, ο [[κορφιάς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστέγασμα]] (α. «ἐπί... τῇ τῆς μέθης χρείᾳ τὸν κολοφῶνα πρῶτον ἐπιθῶμεν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[κολοφών]] ἐπὶ τῷ [[περί]] οἴκου λόγῳ ῥηθέντι εἰρήσθω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] παιχνιδιού με [[μπάλα]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κολωνός]] «ύψωμα, [[λόφος]], [[σωρός]]» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>φων</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>bho</i>-). Η ύπαρξη του τοπωνυμίου <i>Κολοφών</i> της Μικράς Ασίας δημιουργεί αμφιβολίες για το αν η λ. [[είναι]] ελληνική. Τη λ. [[κολοφών]] με σημ. «[[υπόμνημα]] στο [[τέλος]] βιβλίου ή χειρογράφου» δανείστηκαν και άλλες γλώσσες ( | |mltxt=ο (AM [[κολοφών]], -ῶνος)<br /><b>1.</b> το ύψιστο [[σημείο]] στο οποίο φτάνει [[κάποιος]] ή [[κάτι]], το [[αποκορύφωμα]] (α. «[[είναι]] 30 χρόνων κι έχει φτάσει ήδη στον κολοφώνα της δόξας του» β. «ὁ κολοφὼν τῆς ἀδικίας», Λιθάν.)<br /><b>2.</b> [[υπόμνημα]] που παρατίθεται στο [[τέλος]] βιβλίου ή χειρογράφου και περιλαμβάνει [[συνήθως]] τα σχετικά με την [[παραγωγή]] του<br /><b>3.</b> η υψηλότερη οριζόντια [[δοκός]] της στέγης, ο [[κορφιάς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστέγασμα]] (α. «ἐπί... τῇ τῆς μέθης χρείᾳ τὸν κολοφῶνα πρῶτον ἐπιθῶμεν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[κολοφών]] ἐπὶ τῷ [[περί]] οἴκου λόγῳ ῥηθέντι εἰρήσθω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] παιχνιδιού με [[μπάλα]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κολωνός]] «ύψωμα, [[λόφος]], [[σωρός]]» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>φων</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>bho</i>-). Η ύπαρξη του τοπωνυμίου <i>Κολοφών</i> της Μικράς Ασίας δημιουργεί αμφιβολίες για το αν η λ. [[είναι]] ελληνική. Τη λ. [[κολοφών]] με σημ. «[[υπόμνημα]] στο [[τέλος]] βιβλίου ή χειρογράφου» δανείστηκαν και άλλες γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>colophon</i>)]. | ||
}} | }} |