3,270,498
edits
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[περιεχόμενο]], [[άδειος]]<br /><b>2.</b> (για καρπούς, δόντια, ξύλα <b>κ.λπ.</b>) εσωτερικά φθαρμένος (α. «κούφιο [[καρύδι]]» β. «κούφιο [[δόντι]]»)<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[υπόκωφος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει [[ουσία]], [[επιφανειακός]] (α. «κούφια [[λόγια]]» β. «κούφιο [[άτομο]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κούφια η ώρα» — για εξορκισμό [[προς]] [[αποφυγή]] δυσάρεστης κατάστασης<br />β. «του βγήκαν κούφια» — για κάποιον που απέτυχε στις προσδοκίες του<br />γ) «στα κούφια» — [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]] ή [[χωρίς]] θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῦφος]] «[[άδειος]] εσωτερικά, [[κενός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>, [[κατά]] τα αρχ. επίθ. σε -<i>ιος</i> ( | |mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[περιεχόμενο]], [[άδειος]]<br /><b>2.</b> (για καρπούς, δόντια, ξύλα <b>κ.λπ.</b>) εσωτερικά φθαρμένος (α. «κούφιο [[καρύδι]]» β. «κούφιο [[δόντι]]»)<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[υπόκωφος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει [[ουσία]], [[επιφανειακός]] (α. «κούφια [[λόγια]]» β. «κούφιο [[άτομο]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κούφια η ώρα» — για εξορκισμό [[προς]] [[αποφυγή]] δυσάρεστης κατάστασης<br />β. «του βγήκαν κούφια» — για κάποιον που απέτυχε στις προσδοκίες του<br />γ) «στα κούφια» — [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]] ή [[χωρίς]] θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῦφος]] «[[άδειος]] εσωτερικά, [[κενός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>, [[κατά]] τα αρχ. επίθ. σε -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. <i>άξ</i>-<i>ιος</i>, <i>γνήσ</i>-<i>ιος</i>)]. | ||
}} | }} |