Anonymous

κροκόδειλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κροκόδιλος]] και [[κορκόδειλος]] (AM [[κροκόδειλος]] και [[κορκόδειλος]], Α και [[κροκόδιλος]] και [[κορκόδριλλος]] και [[κορκότιλος]] και κροκύδιλος)<br />σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων [[ερπετό]] της τάξης κροκοδείλια<br /><b>αρχ.</b><br />διάφορα είδη σαύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κροκό</i>-<i>διλος</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κροκό</i>-<i>δριλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] «[[χαλίκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[δρῖλος]] «[[σκουλήκι]]», με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[φρατρία]]: [[φατρία]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανήκει στο προελλ. γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Πρόκειται για λ. ευρείας χρήσεως, που αρχικά σήμαινε «διάφορα είδη σαύρας» και κατέληξε αργότερα να δηλώνει τους κροκοδείλους τών ποταμών Νείλου και Ινδού. Το -<i>ει</i>- του τ. [[κροκόδειλος]] οφείλεται σε [[σφάλμα]] ιωτακισμού, ενώ ο [[σχηματισμός]] του τ. [[κορκόδειλος]] σε [[μετάθεση]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>crocodilus</i> και απ' αυτήν διάφορες ευρωπ. γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>crocodile</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>κροκοδ</i>(<i>ε</i>)<i>ιλίζω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[κροκοδιλέα]], [[κροκοδίλεον]], [[κροκοδιλιάς]], [[κροκοδίλινος]], [[κροκοδιλίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κροκοδείλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κροκοδιλοβοσκός]], [[κροκοδιλόβρωτος]], [[κροκοδιλόδηκτος]], [[κροκοδιλοειδής]], <i>κροκοδιλοπάρδαλις</i>, [[κροκοδιλοτάφιον]]].
|mltxt=και [[κροκόδιλος]] και [[κορκόδειλος]] (AM [[κροκόδειλος]] και [[κορκόδειλος]], Α και [[κροκόδιλος]] και [[κορκόδριλλος]] και [[κορκότιλος]] και κροκύδιλος)<br />σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων [[ερπετό]] της τάξης κροκοδείλια<br /><b>αρχ.</b><br />διάφορα είδη σαύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κροκό</i>-<i>διλος</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κροκό</i>-<i>δριλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] «[[χαλίκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[δρῖλος]] «[[σκουλήκι]]», με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- ([[πρβλ]]. [[φρατρία]]: [[φατρία]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανήκει στο προελλ. γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Πρόκειται για λ. ευρείας χρήσεως, που αρχικά σήμαινε «διάφορα είδη σαύρας» και κατέληξε αργότερα να δηλώνει τους κροκοδείλους τών ποταμών Νείλου και Ινδού. Το -<i>ει</i>- του τ. [[κροκόδειλος]] οφείλεται σε [[σφάλμα]] ιωτακισμού, ενώ ο [[σχηματισμός]] του τ. [[κορκόδειλος]] σε [[μετάθεση]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>crocodilus</i> και απ' αυτήν διάφορες ευρωπ. γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>crocodile</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>κροκοδ</i>(<i>ε</i>)<i>ιλίζω</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[κροκοδιλέα]], [[κροκοδίλεον]], [[κροκοδιλιάς]], [[κροκοδίλινος]], [[κροκοδιλίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κροκοδείλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κροκοδιλοβοσκός]], [[κροκοδιλόβρωτος]], [[κροκοδιλόδηκτος]], [[κροκοδιλοειδής]], <i>κροκοδιλοπάρδαλις</i>, [[κροκοδιλοτάφιον]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm