Anonymous

κρυφός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κουρφός]], -ή, -ό (Μ [[κρυφός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> κρυμμένος, [[αφανής]] στους άλλους, [[μυστικός]] (α. «κρυφό [[σχολειό]]» β. «[[κρυφή]] [[είσοδος]]»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, [[κρύφιος]], [[μύχιος]] («[[κρυφή]] [[αγάπη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρυφό</i>(<i>ν</i>)<br />το [[μυστικό]], το απόρρητο («μάς κρατάει [[κάτι]] κρυφό»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στα [[κρυφά]]» — [[μυστικά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν [[κρυφῇ]]» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — [[μυστικά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν ανακοινώνει τα [[μυστικά]] του, [[κρυψίνους]]<br /><b>2.</b> [[εχέμυθος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[κόσμος]] το 'χει [[τούμπανο]] κι εσύ κρυφό [[καμάρι]]» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό [[πράγμα]] που προσπαθεί [[κάποιος]] να αποκρύψει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρυφά]] και <i>κουρφά</i> και <i>κρουφά</i> (Μ <i>κρυφῶς</i>)<br />[[μυστικά]], [[λαθραία]] («βγαίνει [[κρυφά]] [[μαζί]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ζούμε [[κρυφά]] από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη [[αφάνεια]], [[μακριά]] από τον κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[κρυφός]] σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από αρχ. σύνθ. όπως [[είναι]] λ.χ. το <i>κρυφο</i>-<i>γαμία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοντό]]-)].
|mltxt=και [[κουρφός]], -ή, -ό (Μ [[κρυφός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> κρυμμένος, [[αφανής]] στους άλλους, [[μυστικός]] (α. «κρυφό [[σχολειό]]» β. «[[κρυφή]] [[είσοδος]]»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, [[κρύφιος]], [[μύχιος]] («[[κρυφή]] [[αγάπη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρυφό</i>(<i>ν</i>)<br />το [[μυστικό]], το απόρρητο («μάς κρατάει [[κάτι]] κρυφό»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στα [[κρυφά]]» — [[μυστικά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν [[κρυφῇ]]» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — [[μυστικά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν ανακοινώνει τα [[μυστικά]] του, [[κρυψίνους]]<br /><b>2.</b> [[εχέμυθος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[κόσμος]] το 'χει [[τούμπανο]] κι εσύ κρυφό [[καμάρι]]» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό [[πράγμα]] που προσπαθεί [[κάποιος]] να αποκρύψει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρυφά]] και <i>κουρφά</i> και <i>κρουφά</i> (Μ <i>κρυφῶς</i>)<br />[[μυστικά]], [[λαθραία]] («βγαίνει [[κρυφά]] [[μαζί]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ζούμε [[κρυφά]] από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη [[αφάνεια]], [[μακριά]] από τον κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[κρυφός]] σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από αρχ. σύνθ. όπως [[είναι]] λ.χ. το <i>κρυφο</i>-<i>γαμία</i> ([[πρβλ]]. [[κοντό]]-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm