3,274,216
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά (AM [[κραταιός]], -ά, -όν, Α θηλ. και -ή)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]] (α. «κραταιή [[δυναστεία]]» β. «[[κραταιά]] [[αυτοκρατορία]]» γ. «[[θάνατος]] και μοῑρα κραταιή», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», <b>Πίνδ.</b><br />ε. «ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγεν ὑμᾱς [[κύριος]] ἐντεῡθεν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[σθεναρός]], [[τολμηρός]] (α. «κραταιή [[επέμβαση]]» β. «[[ἔπος]] ἐκβαλεῖν κραταιόν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[ανθεκτικός]], [[σκληρός]] («τόξων κραταιῶν καὶ μεγάλων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κραταιά]]<br /><i>το</i> [[φυτό]] [[χελιδόνιο]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) πετρώδες ή λιθόστρωτο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>αστρολ.</b> «κραταιοὶ ἡγεμόνες» — μερικές κατώτερες θεότητες που παράλληλα με τις ανώτερες προΐσταντο τών ζωδιακών άστρων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κραταιώς]] (AM κραταιῶς)<br />ισχυρά, [[δυνατά]], σθεναρά («κραταιῶς διαφυλάττειν», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[κατά]] το [[παλαιός]]<br />κατ' άλλους, ο τ. [[κραταιός]] σχηματίστηκε υποχωρητικά από το θηλ. <i>κραταιή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κράταια</i>, θηλ. του [[κρατύς]] ( | |mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά (AM [[κραταιός]], -ά, -όν, Α θηλ. και -ή)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]] (α. «κραταιή [[δυναστεία]]» β. «[[κραταιά]] [[αυτοκρατορία]]» γ. «[[θάνατος]] και μοῑρα κραταιή», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», <b>Πίνδ.</b><br />ε. «ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγεν ὑμᾱς [[κύριος]] ἐντεῡθεν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[σθεναρός]], [[τολμηρός]] (α. «κραταιή [[επέμβαση]]» β. «[[ἔπος]] ἐκβαλεῖν κραταιόν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[ανθεκτικός]], [[σκληρός]] («τόξων κραταιῶν καὶ μεγάλων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κραταιά]]<br /><i>το</i> [[φυτό]] [[χελιδόνιο]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) πετρώδες ή λιθόστρωτο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>αστρολ.</b> «κραταιοὶ ἡγεμόνες» — μερικές κατώτερες θεότητες που παράλληλα με τις ανώτερες προΐσταντο τών ζωδιακών άστρων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κραταιώς]] (AM κραταιῶς)<br />ισχυρά, [[δυνατά]], σθεναρά («κραταιῶς διαφυλάττειν», Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[κατά]] το [[παλαιός]]<br />κατ' άλλους, ο τ. [[κραταιός]] σχηματίστηκε υποχωρητικά από το θηλ. <i>κραταιή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κράταια</i>, θηλ. του [[κρατύς]] ([[πρβλ]]. <i>Πλαταιαί</i>: [[πλατύς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |