3,277,190
edits
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κρεατ(ο)- (AM κρε[ο]- και κρεω-, Α και κρεα- και κρεη- και κρειο-)<br />α' συνθετικό λέξεων της Ελληνικής που ανάγεται στη λ. [[κρέας]] και έχει την [[έννοια]] ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό [[είτε]] αναφέρεται στο [[κρέας]] ([[κρεωνομώ]], [[κρεωβορία]]) [[είτε]] αποτελείται από [[κρέας]] ([[κρεατόπιτα]], [[κρεατόσουπα]]). Η συνηθέστερη [[μορφή]] του α' συνθετικού [[είναι]] <i>κρε</i>(<i>o</i>)-, ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και με τη [[μορφή]] <i>κρεατο</i>- <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]], <i>κρέατος</i> ([[κρεατομηχανή]]). Σε αρχ. σύνθ. εμφανίζεται και με τις [[εξής]] μορφές: α) <i>κρεω</i>-, που σχηματίστηκε από τη γεν. εν. <i>κρέως</i> και με [[επίδραση]] άλλων μορφών α' συνθετικών, όπως <i>γεω</i><br />(<span style="color: red;"><</span> γαῖα, <i>γῆ</i>), π.χ. [[γεωγράφος]], και <i>λεω</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[λεώς]], αττ. τ. του [[λαός]]), π.χ. [[λεωφόρος]]<br />β) <i>κρεη</i>-, που οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους ( | |mltxt=και κρεατ(ο)- (AM κρε[ο]- και κρεω-, Α και κρεα- και κρεη- και κρειο-)<br />α' συνθετικό λέξεων της Ελληνικής που ανάγεται στη λ. [[κρέας]] και έχει την [[έννοια]] ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό [[είτε]] αναφέρεται στο [[κρέας]] ([[κρεωνομώ]], [[κρεωβορία]]) [[είτε]] αποτελείται από [[κρέας]] ([[κρεατόπιτα]], [[κρεατόσουπα]]). Η συνηθέστερη [[μορφή]] του α' συνθετικού [[είναι]] <i>κρε</i>(<i>o</i>)-, ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και με τη [[μορφή]] <i>κρεατο</i>- <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]], <i>κρέατος</i> ([[κρεατομηχανή]]). Σε αρχ. σύνθ. εμφανίζεται και με τις [[εξής]] μορφές: α) <i>κρεω</i>-, που σχηματίστηκε από τη γεν. εν. <i>κρέως</i> και με [[επίδραση]] άλλων μορφών α' συνθετικών, όπως <i>γεω</i><br />(<span style="color: red;"><</span> γαῖα, <i>γῆ</i>), π.χ. [[γεωγράφος]], και <i>λεω</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[λεώς]], αττ. τ. του [[λαός]]), π.χ. [[λεωφόρος]]<br />β) <i>κρεη</i>-, που οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους ([[πρβλ]]. και [[θανατηφόρος]])<br />και γ) <i>κρειο</i>-, που σχηματίστηκε πιθ. με την [[επίδραση]] της γεν. πληθ. [[κρειῶν]]. Λ. με αυτό το α' συνθετικό [[είναι]]: [[κρεάγρα]], [[κρεοπώλης]], [[κρεοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεάγρευτος]], [[κρεαδοσία]], [[κρεανόμος]], [[κρεηδόκος]], [[κρεηφάγος]], [[κρειοδόκος]], [[κρειοφάγος]], [[κρεοβόρος]], [[κρεοδαίτης]], [[κρεοδείρα]], [[κρεοδότης]], [[κρεοδόχος]], [[κρεοθέτης]], [[κρεοθήκη]], [[κρεοκάκκαβος]], [[κρεοκόπος]], [[κρεονομία]], [[κρεοποιός]], [[κρεοσιτώ]], [[κρεοστάθμη]], [[κρεουργός]], [[κρεοφόρος]], [[κρεωνομώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κρεωβορία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρεατοπουλειό]], [[κρεοτομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρεατάλευρο]], [[κρεατοελιά]], [[κρεατόκονις]], [[κρεατοκόπτης]], [[κρεατομηχανή]], <i>κρεατόμυλα</i>, [[κρεατόπιτα]], [[κρεατοσάνιδο]], [[κρεατόσουπα]], <i>κρεατοφαγάς</i>, [[κρεατοφάγος]], [[κρεατόχρους]], <i>κρεατόχρωμος</i>, [[κρεοκόπτης]], [[κρεοσκοπία]]]. | ||
}} | }} |