Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρώζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κρώζω]])<br /><b>1.</b> (για τον κόρακα, την [[κουρούνα]] ή άλλα πτηνά) [[εκβάλλω]] κρωγμούς, [[φωνάζω]] κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ [[λακέρυζα]] [[κορώνη]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[κραυγάζω]] με βραχνή [[φωνή]] («τοῦτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άμαξα]]) [[τρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προϊόν ονοματοποιίας (<b>[[πρβλ]].</b> [[κράζω]]), που εμφανίζει την εκτεταμένηετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>κρω</i>-) του ΙΕ τ. <i>kre</i>-<i>g</i>- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -<i>g</i>- [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>- / <i>kre</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, και συνδέεται με τα [[κράζω]], λατ. <i>crocio</i> «[[κρώζω]]», αρχ. σλαβ. <i>kraču</i>, <i>krakati</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρωγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρώγμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρωκτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επικρώζω]], [[κατακρώζω]], [[παρακρώζω]], [[περικρώζω]], [[υποκρώζω]]].
|mltxt=(AM [[κρώζω]])<br /><b>1.</b> (για τον κόρακα, την [[κουρούνα]] ή άλλα πτηνά) [[εκβάλλω]] κρωγμούς, [[φωνάζω]] κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ [[λακέρυζα]] [[κορώνη]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[κραυγάζω]] με βραχνή [[φωνή]] («τοῦτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άμαξα]]) [[τρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προϊόν ονοματοποιίας ([[πρβλ]]. [[κράζω]]), που εμφανίζει την εκτεταμένηετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>κρω</i>-) του ΙΕ τ. <i>kre</i>-<i>g</i>- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -<i>g</i>- [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>- / <i>kre</i>-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, και συνδέεται με τα [[κράζω]], λατ. <i>crocio</i> «[[κρώζω]]», αρχ. σλαβ. <i>kraču</i>, <i>krakati</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρωγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρώγμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρωκτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επικρώζω]], [[κατακρώζω]], [[παρακρώζω]], [[περικρώζω]], [[υποκρώζω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm