3,274,919
edits
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χοληδόχο ή στην ουροδόχο [[κύστη]] (α. «κυστική [[αρτηρία]]» β. «[[κυστικός]] [[πόρος]]» γ. «κυστικό [[πλέγμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με την [[παρουσία]] ή με τον σχηματισμό κύστεων («κυστική ίνωση του παγκρέατος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χοληδόχο ή στην ουροδόχο [[κύστη]] (α. «κυστική [[αρτηρία]]» β. «[[κυστικός]] [[πόρος]]» γ. «κυστικό [[πλέγμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με την [[παρουσία]] ή με τον σχηματισμό κύστεων («κυστική ίνωση του παγκρέατος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cystique</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>cyste</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύστις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ique</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο]. | ||
}} | }} |