Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυδάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυδάζω]] (Α)<br />[[βρίζω]] («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>kud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>keu</i><i>ә</i><i>d</i>- «[[κραυγάζω]], [[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», [[οπότε]] θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «[[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σλαβ. <i>kuditi</i> «μέμφεσθαι», μέσ. άνω γερμ. <i>gehiuze</i> «[[κραυγή]], [[σαρκασμός]]», πιθ. αρχ. ινδ. <i>kutsάyati</i> «[[κατηγορώ]], [[κοροϊδεύω]]» και μέσ. αγγλ. <i>sch</i><i>ū</i><i>ten</i> «[[κραυγάζω]]»].
|mltxt=[[κυδάζω]] (Α)<br />[[βρίζω]] («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>kud</i>- της ΙΕ ρίζας <i>keu</i><i>ә</i><i>d</i>- «[[κραυγάζω]], [[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», [[οπότε]] θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «[[βρίζω]], [[επιπλήττω]]», [[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>kuditi</i> «μέμφεσθαι», μέσ. άνω γερμ. <i>gehiuze</i> «[[κραυγή]], [[σαρκασμός]]», πιθ. αρχ. ινδ. <i>kutsάyati</i> «[[κατηγορώ]], [[κοροϊδεύω]]» και μέσ. αγγλ. <i>sch</i><i>ū</i><i>ten</i> «[[κραυγάζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm