Anonymous

κύαθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 21: Line 21:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κύαθος]])<br />[[κάθε]] μικρή [[κοιλότητα]], όπως τών ανθέων, που μοιάζει με μικρό [[ποτήρι]], με [[κύπελλο]] («κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες» — κοιλότητες [[γύρω]] από τις κλείδες του ώμου, Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κύπελλο]] για θερμά ποτά, [[κούπα]], [[φλιτζάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγείο]] με το οποίο αντλούσαν [[κρασί]] από τον κρατήρα και έχυναν στα κύπελλα («ἀρύσαντες ἀπ' αὐτῆς τῷ κυάθω εἰς τὴν ἀριστεραν χεῑρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῦσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αττικό]] [[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών που περιλάμβανε δύο κόγχες ή [[τέσσερα]] μύστρα και ισοδυναμούσε με 0, 045 [[περίπου]] του λίτρου<br /><b>3.</b> χάλκινη [[βεντούζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύαρ]] «[[κοιλότητα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και [[κύαμος]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>θoς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γυργα</i>-<i>θός</i>, <i>λήκυ</i>-<i>θος</i>), ενώ, κατ' άλλους, ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cyathus</i>].
|mltxt=ο (AM [[κύαθος]])<br />[[κάθε]] μικρή [[κοιλότητα]], όπως τών ανθέων, που μοιάζει με μικρό [[ποτήρι]], με [[κύπελλο]] («κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες» — κοιλότητες [[γύρω]] από τις κλείδες του ώμου, Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κύπελλο]] για θερμά ποτά, [[κούπα]], [[φλιτζάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγείο]] με το οποίο αντλούσαν [[κρασί]] από τον κρατήρα και έχυναν στα κύπελλα («ἀρύσαντες ἀπ' αὐτῆς τῷ κυάθω εἰς τὴν ἀριστεραν χεῑρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῦσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αττικό]] [[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών που περιλάμβανε δύο κόγχες ή [[τέσσερα]] μύστρα και ισοδυναμούσε με 0, 045 [[περίπου]] του λίτρου<br /><b>3.</b> χάλκινη [[βεντούζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύαρ]] «[[κοιλότητα]]» ([[πρβλ]]. και [[κύαμος]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>θoς</i> ([[πρβλ]]. <i>γυργα</i>-<i>θός</i>, <i>λήκυ</i>-<i>θος</i>), ενώ, κατ' άλλους, ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cyathus</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm