3,258,246
edits
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[λάχανον]])<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα λάχανα</i><br />τα εδώδιμα χορταρικά που καλλιεργούνται σε κήπους, τα κηπευτικά, τα ζαρζαβατικά («καὶ βολβοὺς καὶ λάχανα... ἑψήσονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «άγρια λάχανα» — τα αυτοφυή χορταρικά που συλλέγονται από τους αγρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> α) [[κοινή]] [[ονομασία]] λαχανικού και νομευτικού φυτού, του οποίου οι διάφορες μορφές αναπτύχθηκαν [[μετά]] από μακροχρόνια [[καλλιέργεια]] από τη λαχανώδη βράσσικα της οικογένειας βρασσικίδες<br />β) [[κοινή]] [[ονομασία]] του κεφαλωτού λαχάνου, της [[ποικιλίας]] Brassica oleracea var. capitata<br /><b>2.</b> <b>(ιδιωμ.)</b> [[πορτοφόλι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εγώ δεν [[τρώω]] λάχανα» — δεν [[είμαι]] [[ανόητος]], για να μέ εξαπατήσουν<br />β) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντα πράγματα<br />γ) «τον έφαγε [[λάχανο]]» — τον εξαπάτησε ή τον σκότωσε άδοξα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λάχανα</i><br />[[λαχαναγορά]], [[λαχανοπάζαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[λαχαίνω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ανον</i> ( | |mltxt=το (AM [[λάχανον]])<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα λάχανα</i><br />τα εδώδιμα χορταρικά που καλλιεργούνται σε κήπους, τα κηπευτικά, τα ζαρζαβατικά («καὶ βολβοὺς καὶ λάχανα... ἑψήσονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «άγρια λάχανα» — τα αυτοφυή χορταρικά που συλλέγονται από τους αγρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> α) [[κοινή]] [[ονομασία]] λαχανικού και νομευτικού φυτού, του οποίου οι διάφορες μορφές αναπτύχθηκαν [[μετά]] από μακροχρόνια [[καλλιέργεια]] από τη λαχανώδη βράσσικα της οικογένειας βρασσικίδες<br />β) [[κοινή]] [[ονομασία]] του κεφαλωτού λαχάνου, της [[ποικιλίας]] Brassica oleracea var. capitata<br /><b>2.</b> <b>(ιδιωμ.)</b> [[πορτοφόλι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εγώ δεν [[τρώω]] λάχανα» — δεν [[είμαι]] [[ανόητος]], για να μέ εξαπατήσουν<br />β) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντα πράγματα<br />γ) «τον έφαγε [[λάχανο]]» — τον εξαπάτησε ή τον σκότωσε άδοξα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λάχανα</i><br />[[λαχαναγορά]], [[λαχανοπάζαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[λαχαίνω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. <i>λείψ</i>-<i>ανον</i>, <i>πήγ</i>-<i>ανον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαχανάς]], [[λαχανικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαχανάριον]], [[λαχανεύς]], [[λαχανεύω]], [[λαχανηρός]], [[λαχανίδιον]], [[λαχανίζω]], [[λαχάνιος]], [[λαχανίτης]], [[λαχανώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λαχάνιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαχάνη]], [[λαχανίτσιν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαχανάκι]], [[λαχανής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λαχανοειδής]], [[λαχανοπώλης]], [[λαχανοφαγία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαχανηλόγος]], [[λαχανηφόρος]], [[λαχανοθήκη]], [[λαχανόπτερος]], [[λαχανόσπερμον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[λαχανοπράτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαχανοκομώ]], [[λαχανοκοπικός]], [[λαχανοπροβάλλω]], [[λαχανωνυμία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λαχανόγουλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαχαναγορά]], [[λαχανάλμη]], [[λαχανόζουμο]], [[λαχανόκηπος]], [[λαχανοκόμος]], [[λαχανοντολμάς]], [[λαχανοπάζαρο]], [[λαχανόπιτα]], [[λαχανόρυζο]], [[λαχανόσπορος]], [[λαχανοφάγος]], [[λαχανόφυλλο]], [[λαχανοφυτεία]], [[λαχανόφυτος]], [[λαχανόχρους]]. (Β' συνθετικό) <i>αγριολάχανον</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ιντυβολάχανον]], [[κηπολάχανον]], [[κοκκολάχανον]], [[λεπτολάχανον]], [[παλλάχανον]], [[χρυσολάχανον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βρομολάχανο</i>, [[ζουρλολάχανο]], [[κουφολάχανο]], [[κραμπολάχανο]], [[μαυρολάχανο]], [[μοσκολάχανο]], [[σκυλολάχανο]], [[φοινικολάχανο]]]. | ||
}} | }} |