Anonymous

λάσθη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<b class='b2'>([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάσθη]], ἡ (Α)<br />[[χλευασμός]], [[κοροϊδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[αχόρταγος]], [[ακόρεστος]]» και συνδέεται με τ. όπως [[λιλαίομαι]], [[λάσται]], λατ. <i>lascinus</i> «[[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]», αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει [[επίθημα]] -<i>θη</i>, που, όπως και το [[επίθημα]] -<i>θος</i>, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>].
|mltxt=[[λάσθη]], ἡ (Α)<br />[[χλευασμός]], [[κοροϊδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[αχόρταγος]], [[ακόρεστος]]» και συνδέεται με τ. όπως [[λιλαίομαι]], [[λάσται]], λατ. <i>lascinus</i> «[[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]», αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει [[επίθημα]] -<i>θη</i>, που, όπως και το [[επίθημα]] -<i>θος</i>, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. ([[πρβλ]]. <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm