Anonymous

κώμη: Difference between revisions

From LSJ
7 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κώμη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />οικιστική [[περιοχή]] μεγαλύτερη του χωριού και μικρότερη της πόλης, η οποία ταυτίζεται πολλές φορές με την [[κωμόπολη]] ή με [[περιοχή]] έκτασης και πληθυσμού ενός χωριού [[αλλά]] με πιο ανεπτυγμένη πολιτιστική ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ατείχιστο [[χωριό]], αντίστοιχο με τον δήμο της Αττικής («κατοικημένων κατὰ κώμας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνοικία]] («διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[κεῖμαι]], γοτθ. <i>haims</i> «[[χωριό]]», λιθουαν. <i>kaima</i>(<i>s</i>), <i>kiemas</i>, με την [[ίδια]] σημ., λατ. <i>civis</i> «[[πολίτης]]». Η [[σύνδεση]] όμως με τη λεξιλογική [[ομάδα]] του [[κεῖμαι]] παρουσιάζει σημασιολογικές δυσκολίες. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με μυκηναϊκή μτχ. <i>kekemena</i> «μοιρασμένα», [[οπότε]] ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>kei</i>- «μοιράζειν» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κεάζω]], [[κείω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κωμαίος]], [[κωμηδόν]], [[κωμήτης]], [[κωμήτωρ]], [[κώμιον]], <i>κωμύβριον</i> <b>μσν.</b> [[κωμίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωμοδρόμος]], [[κωμόπολη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμάρχης]], [[κώμαρχος]], [[κωμογραμματεύς]], [[κωμοκάτοικος]], [[κωμομισθωτής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κωμοπολίτης]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ανεξικώμη</i>, [[γεγωνοκώμη]].
|mltxt=η (Α [[κώμη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />οικιστική [[περιοχή]] μεγαλύτερη του χωριού και μικρότερη της πόλης, η οποία ταυτίζεται πολλές φορές με την [[κωμόπολη]] ή με [[περιοχή]] έκτασης και πληθυσμού ενός χωριού [[αλλά]] με πιο ανεπτυγμένη πολιτιστική ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ατείχιστο [[χωριό]], αντίστοιχο με τον δήμο της Αττικής («κατοικημένων κατὰ κώμας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνοικία]] («διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[κεῖμαι]], γοτθ. <i>haims</i> «[[χωριό]]», λιθουαν. <i>kaima</i>(<i>s</i>), <i>kiemas</i>, με την [[ίδια]] σημ., λατ. <i>civis</i> «[[πολίτης]]». Η [[σύνδεση]] όμως με τη λεξιλογική [[ομάδα]] του [[κεῖμαι]] παρουσιάζει σημασιολογικές δυσκολίες. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με μυκηναϊκή μτχ. <i>kekemena</i> «μοιρασμένα», [[οπότε]] ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>kei</i>- «μοιράζειν» ([[πρβλ]]. [[κεάζω]], [[κείω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κωμαίος]], [[κωμηδόν]], [[κωμήτης]], [[κωμήτωρ]], [[κώμιον]], <i>κωμύβριον</i> <b>μσν.</b> [[κωμίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωμοδρόμος]], [[κωμόπολη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμάρχης]], [[κώμαρχος]], [[κωμογραμματεύς]], [[κωμοκάτοικος]], [[κωμομισθωτής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κωμοπολίτης]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ανεξικώμη</i>, [[γεγωνοκώμη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm