Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίχνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λίχνος]], -η, -ον, θηλ. και -ος)<br />αυτός που του αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, [[λαίμαργος]], [[λειχούδης]] (α. «οἱ λίχνοι τοῦ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», <b>Πλάτ.</b><br />β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[περίεργος]], [[άπληστος]] (α. «ἡ γὰρ ποθοῡσα [[πάντα]] [[καρδία]] κλύειν κἀν τοῖς κακοῑσι [[λίχνος]] οὖσ' ἁλίσκεται», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[λίχνος]] [[εἰμὶ]] καὶ τὸ πεύθεσθαι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασελγής]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα ή φαγητά) α) [[εκλεκτός]], [[ορεκτικός]]<br />β) [[δαπανηρός]], [[πολυτελής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λίχνως</i> (AM)<br />με [[λαιμαργία]], με [[αδηφαγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιχ</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>λειχ</i>- του ρήματος [[λείχω]] «[[γλείφω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λάγ</i>-<i>νος</i>, <i>λύχ</i>-<i>νος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[λίχνος]], -η, -ον, θηλ. και -ος)<br />αυτός που του αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, [[λαίμαργος]], [[λειχούδης]] (α. «οἱ λίχνοι τοῦ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», <b>Πλάτ.</b><br />β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[περίεργος]], [[άπληστος]] (α. «ἡ γὰρ ποθοῡσα [[πάντα]] [[καρδία]] κλύειν κἀν τοῖς κακοῑσι [[λίχνος]] οὖσ' ἁλίσκεται», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[λίχνος]] [[εἰμὶ]] καὶ τὸ πεύθεσθαι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασελγής]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα ή φαγητά) α) [[εκλεκτός]], [[ορεκτικός]]<br />β) [[δαπανηρός]], [[πολυτελής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λίχνως</i> (AM)<br />με [[λαιμαργία]], με [[αδηφαγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιχ</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>λειχ</i>- του ρήματος [[λείχω]] «[[γλείφω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. <i>λάγ</i>-<i>νος</i>, <i>λύχ</i>-<i>νος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm