Anonymous

λαιμότμητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιμότμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κεφάλι]]) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ [[λαιμότμητον]] εἰσορᾷς [[κάρα]] Γοργόνος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>τμητος</i>, <i>χειρό</i>-<i>τμητος</i>].
|mltxt=[[λαιμότμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κεφάλι]]) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ [[λαιμότμητον]] εἰσορᾷς [[κάρα]] Γοργόνος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. <i>δορί</i>-<i>τμητος</i>, <i>χειρό</i>-<i>τμητος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm