Anonymous

κύκνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κύκνος]])<br />[[γένος]] χηνόμορφων πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] ανατίδες («κύκνου [[δίκην]] τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον [[γόον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>κωμ.</b> αυτός που τραγουδά κακόφωνα, [[κακόφωνος]] («βατράχων κύκνων θαυμαστά», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αοιδός]], [[ψάλτης]], [[υμνωδός]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πλοίου<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] ενός κολλυρίου για τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>keuk</i>- «[[λάμπω]], [[είμαι]] [[φωτεινός]]» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>śocati</i> «[[λάμπω]]» και <i>śuk</i>-<i>rά</i>- «[[φωτεινός]]», [[οπότε]] η αρχική [[σημασία]] του θα [[πρέπει]] να ήταν «[[λευκός]]». Τό δανείστηκε από την Ελληνική η Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>cycnus</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κύκνειος]], [[κυκνίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυκνάριον]], [[κυκνίτις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυκνικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυκνοκάνθαρος]], [[κυκνόμορφος]], [[κυκνόπτερος]], [[κύκνοψις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυκνόθρεπτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυκνογενής]].
|mltxt=ο (AM [[κύκνος]])<br />[[γένος]] χηνόμορφων πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] ανατίδες («κύκνου [[δίκην]] τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον [[γόον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>κωμ.</b> αυτός που τραγουδά κακόφωνα, [[κακόφωνος]] («βατράχων κύκνων θαυμαστά», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αοιδός]], [[ψάλτης]], [[υμνωδός]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πλοίου<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] ενός κολλυρίου για τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>keuk</i>- «[[λάμπω]], [[είμαι]] [[φωτεινός]]» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>śocati</i> «[[λάμπω]]» και <i>śuk</i>-<i>rά</i>- «[[φωτεινός]]», [[οπότε]] η αρχική [[σημασία]] του θα [[πρέπει]] να ήταν «[[λευκός]]». Τό δανείστηκε από την Ελληνική η Λατινική ([[πρβλ]]. λατ. <i>cycnus</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κύκνειος]], [[κυκνίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυκνάριον]], [[κυκνίτις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυκνικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυκνοκάνθαρος]], [[κυκνόμορφος]], [[κυκνόπτερος]], [[κύκνοψις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυκνόθρεπτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυκνογενής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm