3,274,917
edits
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάσανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (πολύ [[συχνά]] στον πληθ.) τὰ [[λάσανα]]<br />[[τρίπολη]] [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούσαν τη [[χύτρα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) [[έδρα]] για [[αποπάτηση]], [[καθοίκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική κατάλ. -<i>ανον</i> ( | |mltxt=[[λάσανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (πολύ [[συχνά]] στον πληθ.) τὰ [[λάσανα]]<br />[[τρίπολη]] [[σχάρα]] [[πάνω]] στην οποία τοποθετούσαν τη [[χύτρα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον εν.</b>) [[έδρα]] για [[αποπάτηση]], [[καθοίκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική κατάλ. -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. <i>έδρ</i>-<i>ανον</i>, <i>τρύπ</i>-<i>ανον</i>). Έχει αναχθεί σε ινδ. [[ρίζα]] <i>lndh</i>- και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>randh</i>- «[[μαγειρεύω]]» και αρχ. πρωσ. <i>landan</i> «[[φαγητό]], [[έδεσμα]]». Παραμένει όμως ανερμήνευτη στο [[θέμα]] του η [[παρουσία]] του -<i>σ</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λάσᾰνον:''' (λᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> pl. кухонная тренога Arph.;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. стульчак Arph., Anth. | |elrutext='''λάσᾰνον:''' (λᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> pl. кухонная тренога Arph.;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. стульчак Arph., Anth. | ||
}} | }} |