Anonymous

λαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λαχαίνω]] (AM [[λαγχάνω]], Μ και [[λαχάνω]])<br />[[περιέρχομαι]] σε κάποιον με κλήρο, [[πέφτω]] στον κλήρο (α. «[[πάλι]] του 'λαχε ο [[πρώτος]] [[αριθμός]]» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν φασι Δευκαλίωνι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» — λέγεται για τους ολιγαρκείς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τυχαίνω]], [[συμβαίνω]] από [[σύμπτωση]], από [[τύχη]] («σέ μένα έλαχε κι αυτό το [[κακό]];»)<br /><b>2.</b> (ο β' τ.) [[λαχαίνω]]<br />[[συναντώ]] τυχαία, [[απαντώ]] («να μην τον λάχω [[μπροστά]] μου»)<br /><b>3.</b> (ως απρόσ.) <i>λαχαίνει</i><br />γίνεται τυχαία, συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], συμπτωματικά («μην έλαχε να τον [[δεις]];»)<br /><b>μσν.</b><br />(ως απρόσ.) αρμόζει<br />(μσν. -αρχ.) [[πέφτω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου, αναλογώ («ἐς ἑκάστην [νῆα] [[ἐννέα]] λάγχανον αἶγες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] ως [[μερίδιο]], [[αποκτώ]] με κλήρο (α. «ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν [[αἰεί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔλαχ' [[ἄναξ]] δούλην σ' ἔχειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για θεούς) [[κατέχω]] και [[προστατεύω]] [[χώρα]] την οποία έλαβα [[κατά]] τη [[διανομή]] της γης («θοοῑσιν, οἳ [[Περσίδα]] γῆν λελόγχασι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ορίζομαι με κλήρο, [[βγαίνω]] με κλήρο (α. «τὸν πάλῳ λαχόντα», <b>Ηρόδ.</b> β. «πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τραβώ]] κλήρο («[[κατάστασις]] ή διὰ τοῦ λαγχάνειν γιγνομένη», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> [[κάνω]] κάποιον μέτοχο σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]], [[αποκτώ]] [[κάτι]] («ἔλαχον κτερέων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παίρνω]] με [[κληρονομιά]], [[κληρονομώ]]<br /><b>8.</b> (στην Αθήνα για τους δημόσιους άρχοντες) [[παίρνω]] κάποιο [[αξίωμα]] με κλήρο, εκλέγομαι με [[κλήρωση]] (α. «καὶ ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν [[ἐννέα]] ἀρχόντων καὶ [[λάχη]] [[βασιλεύς]]», Λυσ.<br />β. «ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν πολεμαρχέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> (στους Αττικούς ως [[δικαστικός]] όρος) «[[λαγχάνω]] [[δίκην]]<br />[[παίρνω]] την [[άδεια]] να παρουσιάσω [[αγωγή]], [[ενάγω]], [[προσάγω]] σε [[δίκη]] κάποιον («τὸ [[ἔγκλημα]] ὅ ἔλαχον αὐτῷ πέρυσιν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχ. τ. [[είναι]] <i>λέ</i>-<i>λογχ</i>-<i>α</i> <b>(παρακμ.)</b> και <i>λαχ</i>-<i>εῖν</i> <b>(αόρ.)</b>, που ανάγονται πιθ. σε θ. <i>longh</i>-και <i>lngh</i>-, αντιστοίχως. Από τον αόρ. [[λαχεῖν]] (<i>έλαχον</i>) σχηματίστηκε ο ενεστ. τ. [[λαγχάνω]] [[κατά]] το [[λαμβάνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[λαβεῖν]]). Οι άλλοι τ. <i>λήξομαι</i> <b>(μέλλ.)</b>, <i>εἴληχα</i> <b>(παρακμ.)</b> σχηματίστηκαν αναλογικά [[προς]] τους αντίστοιχους τ. του [[λαμβάνω]] (<i>λήψομαι</i>, <i>εἴληφα</i>). Το θ. <i>λαχ</i>- απαντά σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λαχέμοιρος</i>, <i>Λάχης</i>, <i>Αντίληξις</i>). Ο νεοελλ. τ. [[λαχαίνω]] <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έλαχα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τυχαίνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>έτυχα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[Λάχεσις]], [[λάχη]], [[λαχμός]], [[λάχος]], [[λήξις]], [[λόγχη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαχείο]], [[λαχνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αμφιλαγχάνω</i>, [[αντιλαγχάνω]], [[απολαγχάνω]], [[διαλαγχάνω]], [[εκλαγχάνω]], [[επιλαγχάνω]], [[καταλαγχάνω]], [[μεταλαγχάνω]], [[παραλαγχάνω]], [[προκαταλαγχάνω]], [[προλαγχάνω]], [[προσλαγχάνω]], [[συγκαταλαγχάνω]], [[συλλαγχάνω]].
|mltxt=και [[λαχαίνω]] (AM [[λαγχάνω]], Μ και [[λαχάνω]])<br />[[περιέρχομαι]] σε κάποιον με κλήρο, [[πέφτω]] στον κλήρο (α. «[[πάλι]] του 'λαχε ο [[πρώτος]] [[αριθμός]]» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν φασι Δευκαλίωνι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» — λέγεται για τους ολιγαρκείς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τυχαίνω]], [[συμβαίνω]] από [[σύμπτωση]], από [[τύχη]] («σέ μένα έλαχε κι αυτό το [[κακό]];»)<br /><b>2.</b> (ο β' τ.) [[λαχαίνω]]<br />[[συναντώ]] τυχαία, [[απαντώ]] («να μην τον λάχω [[μπροστά]] μου»)<br /><b>3.</b> (ως απρόσ.) <i>λαχαίνει</i><br />γίνεται τυχαία, συμβαίνει [[κατά]] [[τύχη]], συμπτωματικά («μην έλαχε να τον [[δεις]];»)<br /><b>μσν.</b><br />(ως απρόσ.) αρμόζει<br />(μσν. -αρχ.) [[πέφτω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου, αναλογώ («ἐς ἑκάστην [νῆα] [[ἐννέα]] λάγχανον αἶγες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] ως [[μερίδιο]], [[αποκτώ]] με κλήρο (α. «ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν [[αἰεί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔλαχ' [[ἄναξ]] δούλην σ' ἔχειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για θεούς) [[κατέχω]] και [[προστατεύω]] [[χώρα]] την οποία έλαβα [[κατά]] τη [[διανομή]] της γης («θοοῑσιν, οἳ [[Περσίδα]] γῆν λελόγχασι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ορίζομαι με κλήρο, [[βγαίνω]] με κλήρο (α. «τὸν πάλῳ λαχόντα», <b>Ηρόδ.</b> β. «πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τραβώ]] κλήρο («[[κατάστασις]] ή διὰ τοῦ λαγχάνειν γιγνομένη», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> [[κάνω]] κάποιον μέτοχο σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]], [[αποκτώ]] [[κάτι]] («ἔλαχον κτερέων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παίρνω]] με [[κληρονομιά]], [[κληρονομώ]]<br /><b>8.</b> (στην Αθήνα για τους δημόσιους άρχοντες) [[παίρνω]] κάποιο [[αξίωμα]] με κλήρο, εκλέγομαι με [[κλήρωση]] (α. «καὶ ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν [[ἐννέα]] ἀρχόντων καὶ [[λάχη]] [[βασιλεύς]]», Λυσ.<br />β. «ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν πολεμαρχέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> (στους Αττικούς ως [[δικαστικός]] όρος) «[[λαγχάνω]] [[δίκην]]<br />[[παίρνω]] την [[άδεια]] να παρουσιάσω [[αγωγή]], [[ενάγω]], [[προσάγω]] σε [[δίκη]] κάποιον («τὸ [[ἔγκλημα]] ὅ ἔλαχον αὐτῷ πέρυσιν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχ. τ. [[είναι]] <i>λέ</i>-<i>λογχ</i>-<i>α</i> <b>(παρακμ.)</b> και <i>λαχ</i>-<i>εῖν</i> <b>(αόρ.)</b>, που ανάγονται πιθ. σε θ. <i>longh</i>-και <i>lngh</i>-, αντιστοίχως. Από τον αόρ. [[λαχεῖν]] (<i>έλαχον</i>) σχηματίστηκε ο ενεστ. τ. [[λαγχάνω]] [[κατά]] το [[λαμβάνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[λαβεῖν]]). Οι άλλοι τ. <i>λήξομαι</i> <b>(μέλλ.)</b>, <i>εἴληχα</i> <b>(παρακμ.)</b> σχηματίστηκαν αναλογικά [[προς]] τους αντίστοιχους τ. του [[λαμβάνω]] (<i>λήψομαι</i>, <i>εἴληφα</i>). Το θ. <i>λαχ</i>- απαντά σε κύρια ον. ([[πρβλ]]. <i>Λαχέμοιρος</i>, <i>Λάχης</i>, <i>Αντίληξις</i>). Ο νεοελλ. τ. [[λαχαίνω]] <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έλαχα</i> ([[πρβλ]]. [[τυχαίνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>έτυχα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[Λάχεσις]], [[λάχη]], [[λαχμός]], [[λάχος]], [[λήξις]], [[λόγχη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαχείο]], [[λαχνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αμφιλαγχάνω</i>, [[αντιλαγχάνω]], [[απολαγχάνω]], [[διαλαγχάνω]], [[εκλαγχάνω]], [[επιλαγχάνω]], [[καταλαγχάνω]], [[μεταλαγχάνω]], [[παραλαγχάνω]], [[προκαταλαγχάνω]], [[προλαγχάνω]], [[προσλαγχάνω]], [[συγκαταλαγχάνω]], [[συλλαγχάνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm