3,277,226
edits
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λάπατο]], το (AM [[λάπαθον]], Α και [[λάπαθος]], ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον)<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] ειδών του φυτού [[ρούμεξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />όρυγμα που χρησίμευε ως [[παγίδα]] για άγρια ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό του τ. ως «βοτάνης κενωτικής», η λ. πιθ. να συνδέεται με τους τ. [[λαπάσσω]], [[λαπαρός]]. Η κατάλ. -<i>θον</i> [[είναι]] δηλωτική [[φυτών]] που πιθ. [[είναι]] δάνειες λέξεις ( | |mltxt=και [[λάπατο]], το (AM [[λάπαθον]], Α και [[λάπαθος]], ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον)<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] ειδών του φυτού [[ρούμεξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />όρυγμα που χρησίμευε ως [[παγίδα]] για άγρια ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό του τ. ως «βοτάνης κενωτικής», η λ. πιθ. να συνδέεται με τους τ. [[λαπάσσω]], [[λαπαρός]]. Η κατάλ. -<i>θον</i> [[είναι]] δηλωτική [[φυτών]] που πιθ. [[είναι]] δάνειες λέξεις ([[πρβλ]]. <i>ἄνη</i>-<i>θον</i>). Ο τ. [[λάπατο]] πιθ. μέσω του ισπ. <i>lapato</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lapathum</i> <span style="color: red;"><</span> [[λάπαθον]]. Οι τ. [[λάπαθος]] και <i>λαπάθη</i> [[είναι]] μεταπλασμένοι [[κατά]] το [[γένος]] τύποι του [[λάπαθον]]. Η κατάλ. -<i>θος</i> ως αρχική εμφανίζεται και σε άλλες ονομασίες [[φυτών]] ([[πρβλ]]. <i>ασπάλα</i>-<i>θος</i>, <i>λέκι</i>-<i>θος</i>)]. | ||
}} | }} |