Anonymous

λιμένας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λιμήν]], ο (AM [[λιμήν]], -[[ένος]])<br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[περιοχή]] θαλάσσιας ακτής ή όχθης ποταμού ή λίμνης, η οποία προσφέρεται για ασφαλή ελλιμενισμό, [[παραμονή]], [[φόρτωση]] και [[εκφόρτωση]] τών πλοίων που αγκυροβολούν σε αυτήν, αλλ. [[λιμάνι]] («λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ασφαλές [[καταφύγιο]] («[[οὗτος]]... λιμὴν [[πέφανται]] τῶν ἐμῶν βουλευμάτων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] όπου συγκεντρώνει [[κάποιος]] [[κάτι]], [[δοχείο]], [[θήκη]] ή [[ταμείο]] («πλούτου [[λιμήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στη [[Θεσσαλία]] και στην Πάφο) [[αγορά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> η [[πηγή]] της γέννησης, η [[μήτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λι</i>-<i>μήν</i> συνδέεται άμεσα με τη λ. [[λειμών]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μήν</i>, -[[μένος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ποι</i>-<i>μήν</i>, <i>πυθ</i>-<i>μήν</i>). Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή ως <i>ri</i>-<i>mene</i>, που αποτελεί πιθ. [[τοπωνύμιο]]. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ευρύτερα ο τ. [[λιμάνι]] .<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιμένιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμενίζω]], [[λιμένιος]], [[λιμενίτης]], [[λιμενίτις]], [[λιμηρός]] (II)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λιμενιτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιμενάριον]], [[λιμενεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λιμενίσκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμενικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λιμενοειδής]], [[λιμενοφύλακας]](-<i>αξ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμενήοχος]], [[λιμενορμίτης]], [[λιμενοσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιμενοποιία]], [[λιμενουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμενάρχης]], [[λιμενοβραχίονας]], [[λιμενοδείκτης]], [[λιμενολόγιο]], [[λιμενοσταθμάρχης]], [[λιμενόφραγμα]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ευλιμήν]] <b>νεοελλ.</b> [[αερολιμένας]]].
|mltxt=και [[λιμήν]], ο (AM [[λιμήν]], -[[ένος]])<br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[περιοχή]] θαλάσσιας ακτής ή όχθης ποταμού ή λίμνης, η οποία προσφέρεται για ασφαλή ελλιμενισμό, [[παραμονή]], [[φόρτωση]] και [[εκφόρτωση]] τών πλοίων που αγκυροβολούν σε αυτήν, αλλ. [[λιμάνι]] («λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ασφαλές [[καταφύγιο]] («[[οὗτος]]... λιμὴν [[πέφανται]] τῶν ἐμῶν βουλευμάτων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] όπου συγκεντρώνει [[κάποιος]] [[κάτι]], [[δοχείο]], [[θήκη]] ή [[ταμείο]] («πλούτου [[λιμήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στη [[Θεσσαλία]] και στην Πάφο) [[αγορά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> η [[πηγή]] της γέννησης, η [[μήτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λι</i>-<i>μήν</i> συνδέεται άμεσα με τη λ. [[λειμών]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μήν</i>, -[[μένος]] ([[πρβλ]]. <i>ποι</i>-<i>μήν</i>, <i>πυθ</i>-<i>μήν</i>). Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή ως <i>ri</i>-<i>mene</i>, που αποτελεί πιθ. [[τοπωνύμιο]]. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ευρύτερα ο τ. [[λιμάνι]] .<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιμένιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμενίζω]], [[λιμένιος]], [[λιμενίτης]], [[λιμενίτις]], [[λιμηρός]] (II)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λιμενιτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιμενάριον]], [[λιμενεύω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λιμενίσκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμενικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λιμενοειδής]], [[λιμενοφύλακας]](-<i>αξ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμενήοχος]], [[λιμενορμίτης]], [[λιμενοσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιμενοποιία]], [[λιμενουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λιμενάρχης]], [[λιμενοβραχίονας]], [[λιμενοδείκτης]], [[λιμενολόγιο]], [[λιμενοσταθμάρχης]], [[λιμενόφραγμα]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ευλιμήν]] <b>νεοελλ.</b> [[αερολιμένας]]].
}}
}}