Anonymous

λῦμα: Difference between revisions

From LSJ
7 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM λῡμα)<br /><b>συν. στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[ακαθαρσία]] του σώματος, [[ρύπος]] που ξεπλύθηκε, [[ξέπλυμα]], [[απόπλυμα]]<br /><b>2.</b> τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το [[πλύσιμο]] («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες μαζεύονται σε βόθρους ή μεταφέρονται σε ρευστή [[κατάσταση]] με αποχετευτικό [[σύστημα]] από [[δίκτυο]] υπονόμων και καταλήγουν σε συλλεκτήριο οχετό που εκκενώνεται έξω από την [[πόλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βδελυρός]], [[αχρείος]] [[άνθρωπος]], [[λέρα]], [[κάθαρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]] από [[αίμα]] («λύμαθ' ἁγνίσας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νερό]] που χρησιμεύει για [[πλύσιμο]], για [[νίψιμο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μίασμα]], ηθικό [[στίγμα]]<br /><b>4.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος («σύ τ', ὦ λῡμ' Ἀχαιῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τόκοιο λύματα» — τα [[λόχια]], τα υγρά της λοχείας<br />β) «λύματα [[δαιτός]]» — τα κατάλοιπα του φαγητού, τα αποφάγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lu</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leu</i>- «[[κόβω]], [[χωρίζω]]» και συνδέεται με αλβ. <i>lum</i> «[[λάσπη]], [[βούρκος]]», λατ. <i>po</i>-<i>lluo</i> «[[μολύνω]], [[ρυπαίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τον όρο <i>pollution</i> «[[ρύπανση]]» σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες), και <i>lutum</i> «[[μιαρός]]», αρχ. ιρλδ. <i>loth</i> «[[λέρα]], [[ακαθαρσία]]». Παρ' όλη τη σημασιολογική [[συγγένεια]], δεν [[είναι]] δυνατόν να συνδεθεί ο τ. ετυμολογικά με τις οικογένειες του <i>λύω</i> ή του [[λούω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λυμαίνομαι]] (I), [[λύμαξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απόλυμα]]].<br /> <b>(II)</b><br />λῡμα, τὸ (AM) [[λύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απαλλαγή]], [[λύσιμο]] από [[μάγια]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ἐνέχυρον]]».
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM λῡμα)<br /><b>συν. στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[ακαθαρσία]] του σώματος, [[ρύπος]] που ξεπλύθηκε, [[ξέπλυμα]], [[απόπλυμα]]<br /><b>2.</b> τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το [[πλύσιμο]] («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες μαζεύονται σε βόθρους ή μεταφέρονται σε ρευστή [[κατάσταση]] με αποχετευτικό [[σύστημα]] από [[δίκτυο]] υπονόμων και καταλήγουν σε συλλεκτήριο οχετό που εκκενώνεται έξω από την [[πόλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βδελυρός]], [[αχρείος]] [[άνθρωπος]], [[λέρα]], [[κάθαρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]] από [[αίμα]] («λύμαθ' ἁγνίσας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νερό]] που χρησιμεύει για [[πλύσιμο]], για [[νίψιμο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μίασμα]], ηθικό [[στίγμα]]<br /><b>4.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος («σύ τ', ὦ λῡμ' Ἀχαιῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τόκοιο λύματα» — τα [[λόχια]], τα υγρά της λοχείας<br />β) «λύματα [[δαιτός]]» — τα κατάλοιπα του φαγητού, τα αποφάγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lu</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leu</i>- «[[κόβω]], [[χωρίζω]]» και συνδέεται με αλβ. <i>lum</i> «[[λάσπη]], [[βούρκος]]», λατ. <i>po</i>-<i>lluo</i> «[[μολύνω]], [[ρυπαίνω]]» ([[πρβλ]]. τον όρο <i>pollution</i> «[[ρύπανση]]» σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες), και <i>lutum</i> «[[μιαρός]]», αρχ. ιρλδ. <i>loth</i> «[[λέρα]], [[ακαθαρσία]]». Παρ' όλη τη σημασιολογική [[συγγένεια]], δεν [[είναι]] δυνατόν να συνδεθεί ο τ. ετυμολογικά με τις οικογένειες του <i>λύω</i> ή του [[λούω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λυμαίνομαι]] (I), [[λύμαξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απόλυμα]]].<br /> <b>(II)</b><br />λῡμα, τὸ (AM) [[λύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απαλλαγή]], [[λύσιμο]] από [[μάγια]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ἐνέχυρον]]».
}}
}}
{{lsm
{{lsm