3,277,119
edits
(24) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[μάτιν]] και [[μάτι]])<br />το όργανο της όρασης, ο [[οφθαλμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> η όραση, η [[αίσθηση]] της όρασης, η [[ικανότητα]] του να βλέπει [[κανείς]] («έχω δυνατό [[μάτι]]»)<br /><b>2.</b> (συν. με τον προσδ. [[κακό]]) [[βασκανία]], [[μάτιασμα]] (α. «έχει ένα [[μάτι]] αυτή!» β. «τον έφαγε το [[κακό]] [[μάτι]]» γ. «[[μάτι]] να μη σέ πιάσει»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) (με την αντων. <i>μου</i>) λέγεται ως [[προσφώνηση]] [[προς]] αγαπημένο [[πρόσωπο]] ή με τρόπο που δηλώνει θαυμασμό ή και ειρωνικά (α. «[[παρακαλώ]] σε μάτια μου, καλά να τά λογιάσης», <b>Ερωτόκρ.</b> β. «μάτια μου, φως μου!» γ. «[[μωρέ]], μάτια μου, τί να σού [[κάνω]]»)<br />β) (με αντων. <i>μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i>) [[προς]] [[επίταση]] όρκου (α. «σ' ορκίζομαι στα μάτια μου» β. «να μη χαρώ τα μάτια μου» γ. «να μού βγουν [ή να μού χυθούν] τα μάτια αν δεν σού λέω την [[αλήθεια]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[βλαστάρι]] που δεν έχει [[ακόμη]] σχηματιστεί, [[ασχημάτιστος]] [[βλαστός]] φυτού, [[μπουμπούκι]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με πλεκτά είδη) διάκενο του πλέγματος, [[βρόχος]], [[θηλειά]] (α. «[[μάτι]] του διχτιού<br />β. «[[μάτι]] της κάλτσας»)<br /><b>6.</b> (σχετικά με έπιπλα) [[χώρισμα]], [[θέση]], [[ράφι]] («[[εταζέρα]] με [[πέντε]] μάτια»)<br /><b>7.</b> ο [[στρογγυλός]] [[δίσκος]] ή το [[άνοιγμα]] μαγειρικής συσκευής που μεταδίδει τη [[θερμότητα]] στο [[σκεύος]] το οποίο τοποθετείται [[επάνω]] του («το ένα [[μάτι]] της ηλεκτρικής κουζίνας χάλασε»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «είδα με τα μάτια μου» — είδα [[κάτι]] εγώ ο [[ίδιος]]<br />β) «με το [[μάτι]]» — [[πρόχειρα]] ή [[κατά]] [[προσέγγιση]], [[χωρίς]] λεπτομερή [[εξέταση]], [[μέτρηση]] ή [[ζύγισμα]]<br />γ) «για τα μάτια» ή «για τα μαύρα μάτια» ή «για τα μάτια του κόσμου»<br />(ως [[επίφαση]] ή [[πρόσχημα]]) για τους τύπους<br />δ) «για τα μαύρα σου τα μάτια» — για [[χατίρι]] σου<br />ε) «[[μέσα]] ή [[μπρος]] στα μάτια μου» — ενώπιόν μου, [[μπροστά]] μου<br />στ) «με [[κλειστά]] τα μάτια»<br />i) απερίσκεπτα, [[χωρίς]] να εξετάσω πολύ, [[χωρίς]] [[προσοχή]]<br />ii) με απεριόριστη [[εμπιστοσύνη]]<br />ζ) «τα μάτια σου [[τέσσερα]] [ή δεκατέσσερα]» — πρόσεχε, έχε τον νού σου<br />η) «το [[παιδί]] και τα μάτια σου» — πρόσεχε το [[παιδί]] όπως προσέχεις τα μάτια σου<br />θ) «το [[μάτι]] του [[καρούλι]]» ή «το [[μάτι]] του [[γαρίδα]]» — λέγεται γι' αυτόν που κοιμάται πολύ [[ελαφρά]] ή αγρυπνεί<br />ι) «τον έχω στο [[μάτι]]» ή «τον έβαλα στο [[μάτι]]» — [[κοιτάζω]] κάποιον δυσμενώς για να τον βλάψω ή για να τον αποκτήσω, [[εποφθαλμιώ]]<br />ια) «μέ πήρε με καλό [ή [[κακό]]] [[μάτι]]» — από την πρώτη [[στιγμή]] που μέ είδε έδειξε καλές [ή κακές] διαθέσεις<br />ιβ) «τον έχω σαν τα μάτια μου» — τον [[αγαπώ]] σε υπερβολικό βαθμό, τον [[αγαπώ]] και τον [[προσέχω]] πολύ<br />ιγ) «δεν έχω μάτια να τον δω» — τον [[αποφεύγω]] [[επειδή]] [[είμαι]] εκτεθειμένος [[απέναντι]] του και [[ντρέπομαι]] να τον συναντήσω ή τον αποστρέφομαι, τον [[σιχαίνομαι]]<br />ιδ) «δεν μού γεμίζει το [[μάτι]]» — δεν μού φαίνεται [[κάποιος]] ή [[κάτι]] καλό, [[θεωρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] ανάξιο της φήμης του<br />ιε) «δεν χορταίνει το [[μάτι]] του» ή «έχει [[μάτι]] αχόρταγο» — [[είναι]] [[άπληστος]], [[αχόρταγος]]<br />ιστ) «[[ρίχνω]] [[στάχτη]] στα μάτια του κόσμου» — [[προσπαθώ]] να καλύψω μια κακή [[πρόθεση]] ή [[πράξη]]<br />ιζ) «μαύρισε το [[μάτι]] μου» — δεν [[αντέχω]] [[πλέον]], έχασα την [[υπομονή]] μου, απελπίστηκα από τη [[στέρηση]]<br />ιη) «[[πήρα]] τα μάτια μου [ή τών ομματιών μου] κι έφυγα» — απελπίστηκα και έφυγα [[μακριά]]<br />ιθ) «πολύ χτυπάει στα μάτια» — κινεί πολύ την [[προσοχή]]<br />κ) «της έκλεισα [ή της πάτησα ή της έκανα] το [[μάτι]]» — της έκανα [[νεύμα]] με [[κλείσιμο]] του ματιού<br />κα) «κάρφωσε τα μάτια της [[πάνω]] μου» — μέ κοίταξε για πολλή ώρα επίμονα<br />κβ) «πού θα μού πας, θα σού φάω [ή θα σού βγάλω] το [[μάτι]]» — σε λίγο θα σέ εκδικηθώ, θα σέ εξοντώσω<br />κγ) «μού άνοιξε τα μάτια» — μέ καθοδήγησε, μού έδειξε την [[αλήθεια]], μέ δίδαξε, μού έδειξε τον σωστό δρόμο, μέ μύησε<br />κδ) «μέ πιάνει το [[μάτι]]» — ματιάζομαι, μέ βασκάνουν εύκολα<br />κε) «έβγαλα τα μάτια μου<br />καταστράφηκα από δικό μου [[φταίξιμο]]<br />κστ) «[[κάνω]] τα στραβά μάτια» — [[κάνω]] πως δεν [[βλέπω]], [[παραβλέπω]]<br />κζ) «[[σφαλίζω]] [ή [[κλείνω]]] τα μάτια» — [[πεθαίνω]]<br />κη) «[[κλείνω]] τα μάτια κάποιου» — παρίσταμαι στις τελευταίες στιγμές κάποιου και [[κάνω]] αυτά που [[πρέπει]], [[κηδεύω]] νεκρό («[[επιθυμία]] του μακαρίτη ήταν να του κλείσει τα μάτια η [[κόρη]] του»)<br />κθ) «έκανα μαύρα μάτια ώσπου να σέ δω» — πέρασε [[πάρα]] [[πολύς]] [[καιρός]] ώσπου να σέ δω<br />λ) «παίζει [ή πετάει ή ξεπετά] το [[μάτι]] μου» — τρεμοπαίζει το βλέφαρό μου από νευρική [[σύσπαση]] [[γιατί]], σύμφωνα με τις παλιές δεισιδαιμονικές αντιλήψεις ή προλήψεις, πρόκειται να δω κάποιον<br />λα) «[[κάνω]] τα [[γλυκά]] μάτια» — [[ερωτοτροπώ]] με κάποιον, [[φλερτάρω]] κάποιον<br />λβ) «τον έκοψε [ή τον πήρε] το [[μάτι]] μου» — τον αντιλήφθηκα ή τον διέκρινα από [[μακριά]]<br />λγ) «[[μάτι]] της θάλασσας» — [[δίνη]], [[ρουφήχτρα]]<br />λδ) «[[μάτι]] νερού» — [[πηγή]] νερού που αναβλύζει<br />λε) «αβγά μάτια» — αβγά τηγανισμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μένει [[ακέραιος]] ο [[κρόκος]]<br />λστ) «έβγαλαν τα μάτια τους» — ικανοποίησαν τις γενετήσιες ορμές τους, συνουσιάστηκαν<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> α) «μάτια που δεν βλέπονται [[γρήγορα]] λησμονιούνται»<br />(για συγγενείς ή φίλους) αυτοί που βρίσκονται [[μακριά]] και δεν συναντιούνται [[συχνά]] [[γρήγορα]] ξεχνούν ο [[ένας]] τον [[άλλο]]<br />β) «μάτια όμορφα, δυστυχισμένα χέρια» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] όμορφος [[αλλά]] [[τεμπέλης]]<br />γ) «του νοικοκύρη το [[μάτι]] [[κοπριά]] στο [[χωράφι]] ή [[τροφή]] του αλόγου» — η αυτοπροσώπως επιβλεπόμενη [[εργασία]] αποφέρει μεγάλα κέρδη<br />δ) «η [[πραμάτεια]] θέλει μάτια» — λέγεται σε [[περίπτωση]] απάτης [[κατά]] την [[αγορά]] ενός πράγματος<br />ε) «το [[γινάτι]] βγάζει [[μάτι]]» — το [[πείσμα]] φέρνει καταστροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ομμάτ</i>-<i>ιον</i>, υποκορ. του [[ὄμμα]] «[[οφθαλμός]]», με σίγηση του αρκτικού άτονου ο ( | |mltxt=το (Μ [[μάτιν]] και [[μάτι]])<br />το όργανο της όρασης, ο [[οφθαλμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> η όραση, η [[αίσθηση]] της όρασης, η [[ικανότητα]] του να βλέπει [[κανείς]] («έχω δυνατό [[μάτι]]»)<br /><b>2.</b> (συν. με τον προσδ. [[κακό]]) [[βασκανία]], [[μάτιασμα]] (α. «έχει ένα [[μάτι]] αυτή!» β. «τον έφαγε το [[κακό]] [[μάτι]]» γ. «[[μάτι]] να μη σέ πιάσει»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) (με την αντων. <i>μου</i>) λέγεται ως [[προσφώνηση]] [[προς]] αγαπημένο [[πρόσωπο]] ή με τρόπο που δηλώνει θαυμασμό ή και ειρωνικά (α. «[[παρακαλώ]] σε μάτια μου, καλά να τά λογιάσης», <b>Ερωτόκρ.</b> β. «μάτια μου, φως μου!» γ. «[[μωρέ]], μάτια μου, τί να σού [[κάνω]]»)<br />β) (με αντων. <i>μου</i>, <i>σου</i>, <i>του</i>) [[προς]] [[επίταση]] όρκου (α. «σ' ορκίζομαι στα μάτια μου» β. «να μη χαρώ τα μάτια μου» γ. «να μού βγουν [ή να μού χυθούν] τα μάτια αν δεν σού λέω την [[αλήθεια]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[βλαστάρι]] που δεν έχει [[ακόμη]] σχηματιστεί, [[ασχημάτιστος]] [[βλαστός]] φυτού, [[μπουμπούκι]]<br /><b>5.</b> (σχετικά με πλεκτά είδη) διάκενο του πλέγματος, [[βρόχος]], [[θηλειά]] (α. «[[μάτι]] του διχτιού<br />β. «[[μάτι]] της κάλτσας»)<br /><b>6.</b> (σχετικά με έπιπλα) [[χώρισμα]], [[θέση]], [[ράφι]] («[[εταζέρα]] με [[πέντε]] μάτια»)<br /><b>7.</b> ο [[στρογγυλός]] [[δίσκος]] ή το [[άνοιγμα]] μαγειρικής συσκευής που μεταδίδει τη [[θερμότητα]] στο [[σκεύος]] το οποίο τοποθετείται [[επάνω]] του («το ένα [[μάτι]] της ηλεκτρικής κουζίνας χάλασε»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «είδα με τα μάτια μου» — είδα [[κάτι]] εγώ ο [[ίδιος]]<br />β) «με το [[μάτι]]» — [[πρόχειρα]] ή [[κατά]] [[προσέγγιση]], [[χωρίς]] λεπτομερή [[εξέταση]], [[μέτρηση]] ή [[ζύγισμα]]<br />γ) «για τα μάτια» ή «για τα μαύρα μάτια» ή «για τα μάτια του κόσμου»<br />(ως [[επίφαση]] ή [[πρόσχημα]]) για τους τύπους<br />δ) «για τα μαύρα σου τα μάτια» — για [[χατίρι]] σου<br />ε) «[[μέσα]] ή [[μπρος]] στα μάτια μου» — ενώπιόν μου, [[μπροστά]] μου<br />στ) «με [[κλειστά]] τα μάτια»<br />i) απερίσκεπτα, [[χωρίς]] να εξετάσω πολύ, [[χωρίς]] [[προσοχή]]<br />ii) με απεριόριστη [[εμπιστοσύνη]]<br />ζ) «τα μάτια σου [[τέσσερα]] [ή δεκατέσσερα]» — πρόσεχε, έχε τον νού σου<br />η) «το [[παιδί]] και τα μάτια σου» — πρόσεχε το [[παιδί]] όπως προσέχεις τα μάτια σου<br />θ) «το [[μάτι]] του [[καρούλι]]» ή «το [[μάτι]] του [[γαρίδα]]» — λέγεται γι' αυτόν που κοιμάται πολύ [[ελαφρά]] ή αγρυπνεί<br />ι) «τον έχω στο [[μάτι]]» ή «τον έβαλα στο [[μάτι]]» — [[κοιτάζω]] κάποιον δυσμενώς για να τον βλάψω ή για να τον αποκτήσω, [[εποφθαλμιώ]]<br />ια) «μέ πήρε με καλό [ή [[κακό]]] [[μάτι]]» — από την πρώτη [[στιγμή]] που μέ είδε έδειξε καλές [ή κακές] διαθέσεις<br />ιβ) «τον έχω σαν τα μάτια μου» — τον [[αγαπώ]] σε υπερβολικό βαθμό, τον [[αγαπώ]] και τον [[προσέχω]] πολύ<br />ιγ) «δεν έχω μάτια να τον δω» — τον [[αποφεύγω]] [[επειδή]] [[είμαι]] εκτεθειμένος [[απέναντι]] του και [[ντρέπομαι]] να τον συναντήσω ή τον αποστρέφομαι, τον [[σιχαίνομαι]]<br />ιδ) «δεν μού γεμίζει το [[μάτι]]» — δεν μού φαίνεται [[κάποιος]] ή [[κάτι]] καλό, [[θεωρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] ανάξιο της φήμης του<br />ιε) «δεν χορταίνει το [[μάτι]] του» ή «έχει [[μάτι]] αχόρταγο» — [[είναι]] [[άπληστος]], [[αχόρταγος]]<br />ιστ) «[[ρίχνω]] [[στάχτη]] στα μάτια του κόσμου» — [[προσπαθώ]] να καλύψω μια κακή [[πρόθεση]] ή [[πράξη]]<br />ιζ) «μαύρισε το [[μάτι]] μου» — δεν [[αντέχω]] [[πλέον]], έχασα την [[υπομονή]] μου, απελπίστηκα από τη [[στέρηση]]<br />ιη) «[[πήρα]] τα μάτια μου [ή τών ομματιών μου] κι έφυγα» — απελπίστηκα και έφυγα [[μακριά]]<br />ιθ) «πολύ χτυπάει στα μάτια» — κινεί πολύ την [[προσοχή]]<br />κ) «της έκλεισα [ή της πάτησα ή της έκανα] το [[μάτι]]» — της έκανα [[νεύμα]] με [[κλείσιμο]] του ματιού<br />κα) «κάρφωσε τα μάτια της [[πάνω]] μου» — μέ κοίταξε για πολλή ώρα επίμονα<br />κβ) «πού θα μού πας, θα σού φάω [ή θα σού βγάλω] το [[μάτι]]» — σε λίγο θα σέ εκδικηθώ, θα σέ εξοντώσω<br />κγ) «μού άνοιξε τα μάτια» — μέ καθοδήγησε, μού έδειξε την [[αλήθεια]], μέ δίδαξε, μού έδειξε τον σωστό δρόμο, μέ μύησε<br />κδ) «μέ πιάνει το [[μάτι]]» — ματιάζομαι, μέ βασκάνουν εύκολα<br />κε) «έβγαλα τα μάτια μου<br />καταστράφηκα από δικό μου [[φταίξιμο]]<br />κστ) «[[κάνω]] τα στραβά μάτια» — [[κάνω]] πως δεν [[βλέπω]], [[παραβλέπω]]<br />κζ) «[[σφαλίζω]] [ή [[κλείνω]]] τα μάτια» — [[πεθαίνω]]<br />κη) «[[κλείνω]] τα μάτια κάποιου» — παρίσταμαι στις τελευταίες στιγμές κάποιου και [[κάνω]] αυτά που [[πρέπει]], [[κηδεύω]] νεκρό («[[επιθυμία]] του μακαρίτη ήταν να του κλείσει τα μάτια η [[κόρη]] του»)<br />κθ) «έκανα μαύρα μάτια ώσπου να σέ δω» — πέρασε [[πάρα]] [[πολύς]] [[καιρός]] ώσπου να σέ δω<br />λ) «παίζει [ή πετάει ή ξεπετά] το [[μάτι]] μου» — τρεμοπαίζει το βλέφαρό μου από νευρική [[σύσπαση]] [[γιατί]], σύμφωνα με τις παλιές δεισιδαιμονικές αντιλήψεις ή προλήψεις, πρόκειται να δω κάποιον<br />λα) «[[κάνω]] τα [[γλυκά]] μάτια» — [[ερωτοτροπώ]] με κάποιον, [[φλερτάρω]] κάποιον<br />λβ) «τον έκοψε [ή τον πήρε] το [[μάτι]] μου» — τον αντιλήφθηκα ή τον διέκρινα από [[μακριά]]<br />λγ) «[[μάτι]] της θάλασσας» — [[δίνη]], [[ρουφήχτρα]]<br />λδ) «[[μάτι]] νερού» — [[πηγή]] νερού που αναβλύζει<br />λε) «αβγά μάτια» — αβγά τηγανισμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μένει [[ακέραιος]] ο [[κρόκος]]<br />λστ) «έβγαλαν τα μάτια τους» — ικανοποίησαν τις γενετήσιες ορμές τους, συνουσιάστηκαν<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> α) «μάτια που δεν βλέπονται [[γρήγορα]] λησμονιούνται»<br />(για συγγενείς ή φίλους) αυτοί που βρίσκονται [[μακριά]] και δεν συναντιούνται [[συχνά]] [[γρήγορα]] ξεχνούν ο [[ένας]] τον [[άλλο]]<br />β) «μάτια όμορφα, δυστυχισμένα χέρια» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] όμορφος [[αλλά]] [[τεμπέλης]]<br />γ) «του νοικοκύρη το [[μάτι]] [[κοπριά]] στο [[χωράφι]] ή [[τροφή]] του αλόγου» — η αυτοπροσώπως επιβλεπόμενη [[εργασία]] αποφέρει μεγάλα κέρδη<br />δ) «η [[πραμάτεια]] θέλει μάτια» — λέγεται σε [[περίπτωση]] απάτης [[κατά]] την [[αγορά]] ενός πράγματος<br />ε) «το [[γινάτι]] βγάζει [[μάτι]]» — το [[πείσμα]] φέρνει καταστροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ομμάτ</i>-<i>ιον</i>, υποκορ. του [[ὄμμα]] «[[οφθαλμός]]», με σίγηση του αρκτικού άτονου ο ([[πρβλ]]. <i>ὀφρύδ</i>-<i>ιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρύδι]]), οι τ. [[ὄμμα]] και [[ὀφθαλμός]] [[είναι]] αρχαίες λ. που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη [[φορά]] στην [[ποίηση]]. Από αυτές, η λ. [[ὄμμα]], που αρχικά σήμαινε «αυτό που αφορά στο κοίταγμα, [[ικανότητα]] της όρασης» —από όπου η σημ. «[[μάτι]]»—, χρησιμοποιείται στη Νεοελληνική με τον υποκορ. τ. [[μάτι]] για να δηλώσει το όργανο της όρασης, ενώ η λ. [[ὀφθαλμός]], ως πιο [[αρχαιοπρεπής]], παρέμεινε σε [[χρήση]] στην επιστημονική [[ορολογία]] ([[πρβλ]]. [[οφθαλμίατρος]], [[οφθαλμολόγος]])]. | ||
}} | }} |