3,277,169
edits
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> η·<b>θρησκειολ.</b> [[σανσκριτική]] [[λέξη]] που σημαίνει [[μαγεία]] ή [[ψευδαίσθηση]] και αποτελεί θεμελιώδη [[έννοια]] της ινδουιστικής φιλοσοφίας.<br /> <b>(II)</b><br /> η<br /> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών της οικογένειας majidae, του οποίου ένα [[είδος]] [[είναι]] η καβουρομάνα.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=<b>(I)</b><br /> η·<b>θρησκειολ.</b> [[σανσκριτική]] [[λέξη]] που σημαίνει [[μαγεία]] ή [[ψευδαίσθηση]] και αποτελεί θεμελιώδη [[έννοια]] της ινδουιστικής φιλοσοφίας.<br /> <b>(II)</b><br /> η<br /> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών της οικογένειας majidae, του οποίου ένα [[είδος]] [[είναι]] η καβουρομάνα.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>maja</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>maja</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>maia</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαία]]].<br /> <b>(III)</b><br /> τα (Μ [[μάγια]])<br /> μαγείες, μαγγανείες, [[κάθε]] [[μέσο]] που χρησιμοποιείται για μαγικό σκοπό («δεν πιστεύει στα [[μάγια]]»)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[καθετί]] που θέλγει, που γοητεύει, θαυμαστό, πολύ [[ωραίο]] («[[νύχτα]] γιομάτη θαύματα, [[νύχτα]] σπαρμένη [[μάγια]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /> <b>2.</b> σχέδια, προθέσεις («και του μπασά εκόψανε τ' ακάθαρτά του [[μάγια]]», Τζάνες).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μαγεία]] με [[αλλαγή]] γένους ([[πρβλ]]. [[εμπόριο]]: [[εμπορία]], [[καλοκαίρι]]: [[καλοκαιρία]])]. | ||
}} | }} |