Anonymous

λυπηρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά (AM [[λυπηρός]], -ά, -όν)<br />(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί [[λύπη]], [[θλιβερός]], [[οδυνηρός]], [[δυσάρεστος]] (α. «[[μόλις]] άκουσε τα [[λυπηρά]] συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῦν γέ μ' ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν [[εἶτα]] σοῡ τάδ' ἐξήκουσ' ὕπο», <b>Σοφ.</b><br />γ. «ἀλλ' [[ὅμως]] ἔτ' ἂν λυπηρὸς ἡμῖν τούσδ' ἂν ἐκλίποι δόμους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[πένθιμος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λυπημένος]], [[θλιμμένος]] («[[καρδία]] εὐφραινομένη εὐεκτεῖν ποιεῖ, ἀνδρὸς δὲ λυπηροῡ ξηραίνεται τὰ ὀστᾱ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπηρόν</i><br />θλιβερή [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προξενεί [[ενόχληση]], [[ενοχλητικός]] («[[λυπηρός]] οὐκ ἦν οὐδ' [[ἐπίφθονος]] πόλει οὐδ ἐξεριστὴς τῶν λόγων», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπηρώς]] και -<i>ά</i> (AM λυπηρῶς)<br /><b>1.</b> με τρόπο που προξενεί [[λύπη]], θλιβερά<br /><b>2.</b> με πόνο, με [[λύπη]], οδυνηρά («που καθισμένη ευρήκαμε στο έρμο [[περιγιάλι]] και [[λυπηρά]] ετραγούδαε της άνοιξης τά κάλλη», <b>Σολωμ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>πενθ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ά (AM [[λυπηρός]], -ά, -όν)<br />(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί [[λύπη]], [[θλιβερός]], [[οδυνηρός]], [[δυσάρεστος]] (α. «[[μόλις]] άκουσε τα [[λυπηρά]] συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῦν γέ μ' ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν [[εἶτα]] σοῡ τάδ' ἐξήκουσ' ὕπο», <b>Σοφ.</b><br />γ. «ἀλλ' [[ὅμως]] ἔτ' ἂν λυπηρὸς ἡμῖν τούσδ' ἂν ἐκλίποι δόμους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[πένθιμος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λυπημένος]], [[θλιμμένος]] («[[καρδία]] εὐφραινομένη εὐεκτεῖν ποιεῖ, ἀνδρὸς δὲ λυπηροῡ ξηραίνεται τὰ ὀστᾱ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπηρόν</i><br />θλιβερή [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προξενεί [[ενόχληση]], [[ενοχλητικός]] («[[λυπηρός]] οὐκ ἦν οὐδ' [[ἐπίφθονος]] πόλει οὐδ ἐξεριστὴς τῶν λόγων», <b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπηρώς]] και -<i>ά</i> (AM λυπηρῶς)<br /><b>1.</b> με τρόπο που προξενεί [[λύπη]], θλιβερά<br /><b>2.</b> με πόνο, με [[λύπη]], οδυνηρά («που καθισμένη ευρήκαμε στο έρμο [[περιγιάλι]] και [[λυπηρά]] ετραγούδαε της άνοιξης τά κάλλη», <b>Σολωμ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. <i>ανθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>πενθ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm