3,274,216
edits
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μαζεύγω (Μ [[μαζεύω]])<br /><b>1.</b> [[συναθροίζω]], [[συλλέγω]] (α. «μια [[μέρα]] τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ.<br />β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα»)<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]] («μάζεψαν πολύ κόσμο»)<br /><b>3.</b> [[εισπράττω]] («βγήκε [[πάλι]] να μαζέψει τα ενοίκια»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποταμιεύω]] («έχει μαζέψει αρκετά»)<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] που έπεσε ή που βρίσκεται [[καταγής]] («μάζεψε το [[πανωφόρι]] σου που έπεσε»)<br /><b>3.</b> [[περιθάλπω]] («απ' τον δρόμο σέ μάζεψα»)<br /><b>4.</b> [[συστέλλω]], [[συμπτύσσω]] (α. «μάζεψαν τα πανιά του καϊκιού» β. «το [[σαλιγκάρι]] μαζεύτηκε στο [[καβούκι]] του»<br /><b>5.</b> [[τακτοποιώ]] («[[πρέπει]] να μαζέψω λίγο το [[σπίτι]]»)<br /><b>6.</b> (για υφάσματα) [[στενεύω]] και κοντένω, [[ζαρώνω]], [[μπαίνω]] («με το πρώτο [[πλύσιμο]] η [[μπλούζα]] μάζεψε»)<br /><b>7.</b> [[περιορίζω]], [[χαλιναγωγώ]] (α. «μάζεψε τη [[γλώσσα]] σου» β. «παντρεύτηκε και μαζεύτηκε»)<br /><b>8.</b> (για [[πληγή]], [[εξάνθημα]] <b>κ.λπ.</b>) [[σχηματίζω]] [[πύον]], [[εμπυάζω]] («το [[δάχτυλο]] μάζεψε»)<br /><b>9.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>μαζεύομαι</i><br />α) [[επανέρχομαι]] στο [[σπίτι]] («το [[βράδι]] να μαζευτείς [[νωρίς]]»)<br />β) [[περιορίζω]] τις δαπάνες μου («μαζευτήκαμε για να κάνουμε λίγη [[οικονομία]]»)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «του 'χω [[πολλά]] μαζεμένα» — έχω [[πολλά]] παράπονα [[εναντίον]] του ή [[είμαι]] πολύ οργισμένος [[μαζί]] του<br />β) «μαζεύει γράμματα για τους αποθαμένους» ή «μαζεύει υπογραφές» — βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, [[είναι]] [[μελλοθάνατος]]<br />γ) «του μάζεψα τα λουριά» — τον περιόρισα, τον έβαλα σε [[πειθαρχία]]<br />δ) «[[μαζεύω]] τα φτερά μου» — [[περιορίζω]] την έπαρσή μου<br /><b>11.</b> <b>παροιμ.</b> «μάζευε κι ας είν' και ρώγες» — [[πρέπει]] [[κάποιος]] να κάνει [[αποταμίευση]] [[ακόμη]] κι αν τα ποσά [[είναι]] ασήμαντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαδεύω]] ( | |mltxt=και μαζεύγω (Μ [[μαζεύω]])<br /><b>1.</b> [[συναθροίζω]], [[συλλέγω]] (α. «μια [[μέρα]] τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ.<br />β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα»)<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]] («μάζεψαν πολύ κόσμο»)<br /><b>3.</b> [[εισπράττω]] («βγήκε [[πάλι]] να μαζέψει τα ενοίκια»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποταμιεύω]] («έχει μαζέψει αρκετά»)<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] που έπεσε ή που βρίσκεται [[καταγής]] («μάζεψε το [[πανωφόρι]] σου που έπεσε»)<br /><b>3.</b> [[περιθάλπω]] («απ' τον δρόμο σέ μάζεψα»)<br /><b>4.</b> [[συστέλλω]], [[συμπτύσσω]] (α. «μάζεψαν τα πανιά του καϊκιού» β. «το [[σαλιγκάρι]] μαζεύτηκε στο [[καβούκι]] του»<br /><b>5.</b> [[τακτοποιώ]] («[[πρέπει]] να μαζέψω λίγο το [[σπίτι]]»)<br /><b>6.</b> (για υφάσματα) [[στενεύω]] και κοντένω, [[ζαρώνω]], [[μπαίνω]] («με το πρώτο [[πλύσιμο]] η [[μπλούζα]] μάζεψε»)<br /><b>7.</b> [[περιορίζω]], [[χαλιναγωγώ]] (α. «μάζεψε τη [[γλώσσα]] σου» β. «παντρεύτηκε και μαζεύτηκε»)<br /><b>8.</b> (για [[πληγή]], [[εξάνθημα]] <b>κ.λπ.</b>) [[σχηματίζω]] [[πύον]], [[εμπυάζω]] («το [[δάχτυλο]] μάζεψε»)<br /><b>9.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>μαζεύομαι</i><br />α) [[επανέρχομαι]] στο [[σπίτι]] («το [[βράδι]] να μαζευτείς [[νωρίς]]»)<br />β) [[περιορίζω]] τις δαπάνες μου («μαζευτήκαμε για να κάνουμε λίγη [[οικονομία]]»)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «του 'χω [[πολλά]] μαζεμένα» — έχω [[πολλά]] παράπονα [[εναντίον]] του ή [[είμαι]] πολύ οργισμένος [[μαζί]] του<br />β) «μαζεύει γράμματα για τους αποθαμένους» ή «μαζεύει υπογραφές» — βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, [[είναι]] [[μελλοθάνατος]]<br />γ) «του μάζεψα τα λουριά» — τον περιόρισα, τον έβαλα σε [[πειθαρχία]]<br />δ) «[[μαζεύω]] τα φτερά μου» — [[περιορίζω]] την έπαρσή μου<br /><b>11.</b> <b>παροιμ.</b> «μάζευε κι ας είν' και ρώγες» — [[πρέπει]] [[κάποιος]] να κάνει [[αποταμίευση]] [[ακόμη]] κι αν τα ποσά [[είναι]] ασήμαντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαδεύω]] ([[πρβλ]]. «<i>ὁμαδεύειν</i><br />ἀθροίζειν» <b>Ησύχ.</b>) με παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] τα [[μάζα]], [[μαζώνω]]]. | ||
}} | }} |