Anonymous

μακαρίτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[μακαρίτισσα]] (AM [[μακαρίτης]], θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας)<br /><b>1.</b> αυτός που βρήκε τη [[μακαριότητα]] με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα της ζωής<br /><b>2.</b> [[μακάριος]], [[ευτυχής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «στις [[εννιά]] του μακαρίτη μπήκε [[άλλος]] μέσ' στο [[σπίτι]]» — λέγεται για χήρες που δεν πενθούν όσο [[πρέπει]] τον σύζυγό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάκαρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραμ</i>-[[ίτης]], <i>λιθ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, θηλ. [[μακαρίτισσα]] (AM [[μακαρίτης]], θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας)<br /><b>1.</b> αυτός που βρήκε τη [[μακαριότητα]] με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα της ζωής<br /><b>2.</b> [[μακάριος]], [[ευτυχής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «στις [[εννιά]] του μακαρίτη μπήκε [[άλλος]] μέσ' στο [[σπίτι]]» — λέγεται για χήρες που δεν πενθούν όσο [[πρέπει]] τον σύζυγό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάκαρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>κεραμ</i>-[[ίτης]], <i>λιθ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm