Anonymous

μαγνήτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[μαγνήτης]])<br /><b>1.</b> [[μάζα]] που αποτελείται από ορυκτά οξείδια του σιδήρου και έχει την [[ιδιότητα]] της έλξης και άπωσης υλών από σίδηρο και διάφορα άλλα μέταλλα [[καθώς]] και [[μάζα]] από σίδηρο και άλλα παρεμφερή υλικά που απέκτησε [[τεχνητώς]] την ανωτέρω [[ιδιότητα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[σώμα]] που έχει την [[ιδιότητα]] να έλκει τα μέταλλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθετί]] που θέλγει, που γοητεύει, που σαγηνεύει («τα μάτια της ήταν μαγνήτες»)<br /><b>μσν.</b><br />[[πυξίδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως επίθ) «[[μαγνήτης]] [[λίθος]]» — ο [[μαγνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. <i>Μαγνῆτις</i> ([[λίθος]]). Το επίθ. <i>Μαγνῆτις</i> <span style="color: red;"><</span> [[Μάγνης]] συνδέεται</i> με την ονομ. της Μαγνησίας (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαγνησία]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[μαγνήτινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαγνητίζω]], [[μαγνητικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[μαγνητογεννήτρια]], [[μαγνητογράφος]], <i>μαγνητοηλεκτρικός</i>, <i>μαγνητοηλεκτρισμός</i>, <i>μαγνητοθεραπεία</i>, [[μαγνητοθερμικός]], [[μαγνητόμετρο]], <i>μαγνητο</i>(<i>ο</i>)<i>πτικός</i>, [[μαγνητοπυρίτης]], [[μαγνητοσκοπώ]], [[μαγνητοστατικός]], [[μαγνητοσυστολή]], [[μαγνητοταινία]], [[μαγνητόφωνο]], [[μαγνητοχημεία]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[ηλεκτρομαγνήτης]]].
|mltxt=ο (AM [[μαγνήτης]])<br /><b>1.</b> [[μάζα]] που αποτελείται από ορυκτά οξείδια του σιδήρου και έχει την [[ιδιότητα]] της έλξης και άπωσης υλών από σίδηρο και διάφορα άλλα μέταλλα [[καθώς]] και [[μάζα]] από σίδηρο και άλλα παρεμφερή υλικά που απέκτησε [[τεχνητώς]] την ανωτέρω [[ιδιότητα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[σώμα]] που έχει την [[ιδιότητα]] να έλκει τα μέταλλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθετί]] που θέλγει, που γοητεύει, που σαγηνεύει («τα μάτια της ήταν μαγνήτες»)<br /><b>μσν.</b><br />[[πυξίδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως επίθ) «[[μαγνήτης]] [[λίθος]]» — ο [[μαγνήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. <i>Μαγνῆτις</i> ([[λίθος]]). Το επίθ. <i>Μαγνῆτις</i> <span style="color: red;"><</span> [[Μάγνης]] συνδέεται</i> με την ονομ. της Μαγνησίας ([[πρβλ]]. [[μαγνησία]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[μαγνήτινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαγνητίζω]], [[μαγνητικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[μαγνητογεννήτρια]], [[μαγνητογράφος]], <i>μαγνητοηλεκτρικός</i>, <i>μαγνητοηλεκτρισμός</i>, <i>μαγνητοθεραπεία</i>, [[μαγνητοθερμικός]], [[μαγνητόμετρο]], <i>μαγνητο</i>(<i>ο</i>)<i>πτικός</i>, [[μαγνητοπυρίτης]], [[μαγνητοσκοπώ]], [[μαγνητοστατικός]], [[μαγνητοσυστολή]], [[μαγνητοταινία]], [[μαγνητόφωνο]], [[μαγνητοχημεία]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[ηλεκτρομαγνήτης]]].
}}
}}