3,270,720
edits
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μίσθαρνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει [[εργασία]] αποβλέποντας μόνο στη χρηματική [[αμοιβή]] την οποία θα λάβει, [[χωρίς]] να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και [[ιδίως]] αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας [[μισθό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>μισθὸν ἄρνυσθαι</i> («[[εργάζομαι]] με [[μισθό]]»), | |mltxt=-η, -ο (Α [[μίσθαρνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει [[εργασία]] αποβλέποντας μόνο στη χρηματική [[αμοιβή]] την οποία θα λάβει, [[χωρίς]] να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και [[ιδίως]] αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας [[μισθό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>μισθὸν ἄρνυσθαι</i> («[[εργάζομαι]] με [[μισθό]]»), [[πρβλ]]. ρ. <i>μισθαρνῶ</i>]. | ||
}} | }} |