Anonymous

λιθουλκός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[λιθουλκός]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιθουλκός]]<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμεύει για τη [[σύλληψη]] και [[εξαγωγή]] λίθου σχηματισμένου σε [[κύστη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το [[λατομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμβρυ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ουλκός</i>].
|mltxt=-ό (AM [[λιθουλκός]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιθουλκός]]<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμεύει για τη [[σύλληψη]] και [[εξαγωγή]] λίθου σχηματισμένου σε [[κύστη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το [[λατομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), [[πρβλ]]. <i>εμβρυ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ουλκός</i>].
}}
}}