Anonymous

μάστιγα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[μάστιξ]], -ιγος, Α ιων. τ. [[μάστις]], -ιος)<br /><b>1.</b> [[λουρί]] δεμένο σε [[ραβδί]] με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, [[μαστίγιο]], καμ(ου)τσίκι («τοῦ ἵππου τὴν [[μάστιγα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγάλη]] [[συμφορά]], μεγάλο [[κακό]], [[καταστροφή]], κοινωνική [[πληγή]] (α. «Διὸς μάστιγι κακῇ ἐδάμημεν Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τα ναρκωτικά [[είναι]] αληθινή [[μάστιγα]] της σύγχρονης εποχής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λουρί]] που το χρησιμοποιούσαν για [[μαστίγωμα]] ανθρώπων, [[βούρδουλας]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νόσος]] («καὶ [[ἴσθι]] [[ὑγιὴς]] ἀπὸ τῆς μάστιγός σου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μάστιξ]] πειθοῡς» — η [[ευγλωττία]], με την οποία πείθονται οι άνθρωποι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μάστιξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μάσ</i>-<i>τι</i>-<i>γ</i>-<i>ς</i>) ανάγεται στο θ. <i>μασ</i>- του [[μαίομαι]] και έχει [[επίθημα]] -<i>τι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> ομηρική δοτ. <i>μάστι</i> και αιτ. <i>μάστιν</i>), που απαντά σε ονόματα τα οποία δηλώνουν όργανο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άρυσ</i>-<i>τι</i>-<i>ς</i>). Η [[προσθήκη]] του -<i>γ</i>- [[μετά]] το [[επίθημα]] (<i>μάσ</i>-<i>τι</i>-<i>γ</i>-<i>ς</i>) τονίζει τον εκφραστικό χαρακτήρα της λέξης (<b>[[πρβλ]].</b> [[πέμφιξ]], [[τέττιξ]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαστίγιο]], [[μαστιγώνω]], [[μαστίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαστιγεύς]], <i>μαστίγια</i>, [[μαστιγίας]], [[μαστιγιώ]], [[μαστίω]], [[μαστιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μαστιγοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαστιγονόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαστιγοδόχη]], [[μαστιγόπληκτος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[γραμματικομάστιξ]], [[κλωομάστιξ]], <i>Ομηρομάστιξ</i>, [[ρητορομάστιξ]]].
|mltxt=η (AM [[μάστιξ]], -ιγος, Α ιων. τ. [[μάστις]], -ιος)<br /><b>1.</b> [[λουρί]] δεμένο σε [[ραβδί]] με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, [[μαστίγιο]], καμ(ου)τσίκι («τοῦ ἵππου τὴν [[μάστιγα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγάλη]] [[συμφορά]], μεγάλο [[κακό]], [[καταστροφή]], κοινωνική [[πληγή]] (α. «Διὸς μάστιγι κακῇ ἐδάμημεν Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τα ναρκωτικά [[είναι]] αληθινή [[μάστιγα]] της σύγχρονης εποχής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λουρί]] που το χρησιμοποιούσαν για [[μαστίγωμα]] ανθρώπων, [[βούρδουλας]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νόσος]] («καὶ [[ἴσθι]] [[ὑγιὴς]] ἀπὸ τῆς μάστιγός σου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μάστιξ]] πειθοῡς» — η [[ευγλωττία]], με την οποία πείθονται οι άνθρωποι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μάστιξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μάσ</i>-<i>τι</i>-<i>γ</i>-<i>ς</i>) ανάγεται στο θ. <i>μασ</i>- του [[μαίομαι]] και έχει [[επίθημα]] -<i>τι</i>- ([[πρβλ]]. ομηρική δοτ. <i>μάστι</i> και αιτ. <i>μάστιν</i>), που απαντά σε ονόματα τα οποία δηλώνουν όργανο ([[πρβλ]]. <i>άρυσ</i>-<i>τι</i>-<i>ς</i>). Η [[προσθήκη]] του -<i>γ</i>- [[μετά]] το [[επίθημα]] (<i>μάσ</i>-<i>τι</i>-<i>γ</i>-<i>ς</i>) τονίζει τον εκφραστικό χαρακτήρα της λέξης ([[πρβλ]]. [[πέμφιξ]], [[τέττιξ]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαστίγιο]], [[μαστιγώνω]], [[μαστίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαστιγεύς]], <i>μαστίγια</i>, [[μαστιγίας]], [[μαστιγιώ]], [[μαστίω]], [[μαστιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μαστιγοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαστιγονόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαστιγοδόχη]], [[μαστιγόπληκτος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[γραμματικομάστιξ]], [[κλωομάστιξ]], <i>Ομηρομάστιξ</i>, [[ρητορομάστιξ]]].
}}
}}