Anonymous

μάστορας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[μάστορης]] και μάστουρας, ο (Μ [[μάστορας]] και [[μάστορος]] και [[μάστρος]])<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]] [[τεχνίτης]], [[άριστος]] [[γνώστης]] μιας τέχνης («έμαθε [[κοντά]] σε καλό μάστορα την [[τέχνη]]»<br /><b>2.</b> αυτός που διευθύνει εργάτες, [[αρχιτεχνίτης]], [[κάλφας]], [[προϊστάμενος]] και [[επόπτης]] τεχνιτών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εξαιρετικά [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[επιδέξιος]], [[δεξιοτέχνης]], [[αριστοτέχνης]], [[βιρτουόζος]] (α. «[[μάστορας]] στην [[πολιτική]]» β. «[[μάστορας]] στην [[ψευτιά]]»)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθένας]] που γνωρίζει μια [[τέχνη]] και τήν ασκεί, [[τεχνίτης]] («φώναξα τον μάστορα να διορθώσει την [[κλειδαριά]]»)<br /><b>5.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) [[άρχοντας]], [[αξιωματούχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>παροιμ.</b> α) «κακοπληρωμένος [[μάστορας]] ή [[ακαμάτης]] ή [[ατζαμής]]» — αυτός που δεν αμείβεται επαρκώς δεν αποδίδει ικανοποιητικό [[έργο]]<br />β) «άλλοι μαστόροι για μαντριά κι άλλοι για καμπαναριά» — [[καθένας]] στο [[είδος]] του ή σε [[κάθε]] [[επάγγελμα]] υπάρχει [[μεγάλη]] [[διαφορά]] ως [[προς]] την [[ικανότητα]] και την [[αξία]] αυτών που το ασκούν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βρήκα τον μαστορά μου» — βρήκα κάποιον ικανό να μέ συνετίσει<br />β) «άσ'τα αυτά για τον μάστορα» — λέγεται ως [[σκώμμα]] σε έναν αδέξιο τεχνίτη<br /><b>3.</b> λέγεται ως προσηγορικό ή [[προσφώνηση]] ηλικιωμένων ανθρώπων τών λαϊκών τάξεων («[[καλημέρα]], μάστορα»)<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> ο μεγαλύτερος [[νομέας]] του πλοίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δάσκαλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέγας]] [[μάστορος]] ἤ [[μάστρος]]» — ο [[μέγας]] [[μάγιστρος]] μοναχικού τάγματος<br />β) «[[μάστορος]] τοῦ κανόνος» — [[ηγούμενος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαΐστωρ]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>magister</i> «[[άρχων]], [[επιστάτης]], [[παιδαγωγός]]». Ο τ. [[μάστορης]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[μάστορας]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i>. Ο τ. [[μάστορος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαστόροι</i>) [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[μάστορας]] [[κατά]] τα δευτερόκλιτα (<b>[[πρβλ]].</b> [[αστυφύλακας]]: <i>αστυφυλάκοι</i>, [[κόραξ]]: [[κόρακας]]: [[κόρακος]]). Ο τ. [[μάστρος]] [[είναι]] συγκεκομμένος τ. του [[μάστορος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαστρο</i>-). Η λ.,[[τέλος]], από την αρχική [[σημασία]] «[[άρχων]], [[επιστάτης]]» εξελίχθηκε σε «[[έμπειρος]] [[τεχνίτης]], [[δεξιοτέχνης]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[μάστορας]], ὁ (Μ)<br />ο [[βορειοδυτικός]] [[άνεμος]], ο [[μαΐστρος]], και το αντίστοιχο [[σημείο]] του ορίζοντα. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>maistro</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[μάστορης]] και μάστουρας, ο (Μ [[μάστορας]] και [[μάστορος]] και [[μάστρος]])<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]] [[τεχνίτης]], [[άριστος]] [[γνώστης]] μιας τέχνης («έμαθε [[κοντά]] σε καλό μάστορα την [[τέχνη]]»<br /><b>2.</b> αυτός που διευθύνει εργάτες, [[αρχιτεχνίτης]], [[κάλφας]], [[προϊστάμενος]] και [[επόπτης]] τεχνιτών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εξαιρετικά [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[επιδέξιος]], [[δεξιοτέχνης]], [[αριστοτέχνης]], [[βιρτουόζος]] (α. «[[μάστορας]] στην [[πολιτική]]» β. «[[μάστορας]] στην [[ψευτιά]]»)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθένας]] που γνωρίζει μια [[τέχνη]] και τήν ασκεί, [[τεχνίτης]] («φώναξα τον μάστορα να διορθώσει την [[κλειδαριά]]»)<br /><b>5.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) [[άρχοντας]], [[αξιωματούχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>παροιμ.</b> α) «κακοπληρωμένος [[μάστορας]] ή [[ακαμάτης]] ή [[ατζαμής]]» — αυτός που δεν αμείβεται επαρκώς δεν αποδίδει ικανοποιητικό [[έργο]]<br />β) «άλλοι μαστόροι για μαντριά κι άλλοι για καμπαναριά» — [[καθένας]] στο [[είδος]] του ή σε [[κάθε]] [[επάγγελμα]] υπάρχει [[μεγάλη]] [[διαφορά]] ως [[προς]] την [[ικανότητα]] και την [[αξία]] αυτών που το ασκούν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βρήκα τον μαστορά μου» — βρήκα κάποιον ικανό να μέ συνετίσει<br />β) «άσ'τα αυτά για τον μάστορα» — λέγεται ως [[σκώμμα]] σε έναν αδέξιο τεχνίτη<br /><b>3.</b> λέγεται ως προσηγορικό ή [[προσφώνηση]] ηλικιωμένων ανθρώπων τών λαϊκών τάξεων («[[καλημέρα]], μάστορα»)<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> ο μεγαλύτερος [[νομέας]] του πλοίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δάσκαλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέγας]] [[μάστορος]] ἤ [[μάστρος]]» — ο [[μέγας]] [[μάγιστρος]] μοναχικού τάγματος<br />β) «[[μάστορος]] τοῦ κανόνος» — [[ηγούμενος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαΐστωρ]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>magister</i> «[[άρχων]], [[επιστάτης]], [[παιδαγωγός]]». Ο τ. [[μάστορης]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[μάστορας]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i>. Ο τ. [[μάστορος]] ([[πρβλ]]. <i>μαστόροι</i>) [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[μάστορας]] [[κατά]] τα δευτερόκλιτα ([[πρβλ]]. [[αστυφύλακας]]: <i>αστυφυλάκοι</i>, [[κόραξ]]: [[κόρακας]]: [[κόρακος]]). Ο τ. [[μάστρος]] [[είναι]] συγκεκομμένος τ. του [[μάστορος]] ([[πρβλ]]. <i>μαστρο</i>-). Η λ.,[[τέλος]], από την αρχική [[σημασία]] «[[άρχων]], [[επιστάτης]]» εξελίχθηκε σε «[[έμπειρος]] [[τεχνίτης]], [[δεξιοτέχνης]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[μάστορας]], ὁ (Μ)<br />ο [[βορειοδυτικός]] [[άνεμος]], ο [[μαΐστρος]], και το αντίστοιχο [[σημείο]] του ορίζοντα. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>maistro</i>].
}}
}}