3,277,286
edits
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόσχημος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] στη [[μορφή]] ή στην [[εμφάνιση]], [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. [[μεγαλοσχήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζεται σαν [[σπουδαίος]], [[σπουδαιοφανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] να το αξίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχῆμα]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόσχημος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] στη [[μορφή]] ή στην [[εμφάνιση]], [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. [[μεγαλοσχήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζεται σαν [[σπουδαίος]], [[σπουδαιοφανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] να το αξίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σχῆμα]] ([[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>, [[κακό]]-<i>σχημος</i>)]. | ||
}} | }} |